Βίνσεντ Βαν Γκογκ: 130 χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου ζωγράφου

της Σταυρούλας Καμνή

4361

«Είναι ανώφελο να ζήσω, η θλίψη θα κρατήσει για πάντα»!

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του ανατρεπτικού ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που έμελλε η σύντομη πορεία του στη ζωή να τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Ήταν 27 Ιουλίου του 1890, όταν ο 37χρονος τότε ζωγράφος αυτοπυρπολείται στο στήθος βάζοντας -με το κόκκινο χρώμα του αίματος- την τελευταία πινελιά στον πίνακα της προσωπικής του διαδρομής.

Ο Βαν Γκογκ, ένας από τους δημοφιλέστερους μεταϊμπρεσσιονιστές καλλιτέχνες, για τον οποίο το χρώμα ήταν το κυρίαρχο σύμβολο έκφρασης, γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 στην Ολλανδία.

Γιος πάστορα, μεγαλωμένος σε ένα θρησκευόμενο και εξευγενισμένο περιβάλλον, ο Βαν Γκογκ ήταν πολύ συναισθηματικός, είχε έλλειψη αυτοπεποίθησης και αγωνιζόταν να βρει τηνταυτότητά του και τον  προορισμό του. Πίστευε ότι η πραγματική του αποστολή ήταν να κηρύξει το ευαγγέλιο. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να ανακαλύψει την καλλιτεχνική του φύση.

Μεταξύ του 1860 και 1880, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την ζωγραφική, είχε ήδη βιώσει δύο θλιβερές ρομαντικές ιστορίες και είχε εργαστεί ανεπιτυχώς ως υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο, πωλητής, και ιεροκήρυκας στο Borinage (περιοχή εξόρυξης στο Βέλγιο), όπου απολύθηκε για υπερβάλλοντα ζήλο.

Παρέμεινε στο Βέλγιο για να σπουδάσει Τέχνη, αποφασισμένος«να προσφέρει την ευτυχία δημιουργώντας ομορφιά». Τα έργα της πρώιμης ολλανδικής περιόδου του είναι σε σκούρους τόνους, έντονα φωτισμένους, ενώ το πιο διάσημο έργο αυτής της περιόδου είναι «Οι πατατοφάγοι» (1885).

Το 1886, πήγε στο Παρίσι, στον αδερφό του Théo, ο οποίος ήταν διευθυντής της γκαλερί του Goupil. Στο Παρίσι, ο Βαν Γκογκ σπούδασε με τον Cormon, συναντήθηκε με τον Pissarro, τον Monet και τον Gauguin. Έχοντας γνωρίσει τους νέους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, προσπάθησε να μιμηθεί τις τεχνικές τους. Άρχισε να φωτίζει την πολύ σκοτεινή παλέτα του και να ζωγραφίζει με γνώμονα το στυλ των Ιμπρεσιονιστών. Μην μπορώντας να τους αντιγράψει με επιτυχία, ανέπτυξε τη δική του τεχνική, που ήταν τολμηρή και αντισυμβατική.

Το 1888 φεύγει με προορισμό τη νότια Γαλλία. Φτάνει στην περιοχή της Προβηγκίας και εγκαθίσταται στην Αρλ, γνωστή για τις ρωμαϊκές της αρχαιότητες. «Εδώ υπάρχει περισσότερο χρώμα, περισσότερος ήλιος», γράφει στον αδελφό του. Στην Αρλ θα ζήσει δύο χρόνια ζωγραφίζοντας την πόλη, τα δέντρα, τα περιβόλια, τα σταροχώραφα, αλλά και τους ανθρώπους, τους απλούς χωρικούς που δουλεύουν τη γη.

Εργάζεται ακατάπαυστα, ενθουσιασμένος από το δυνατό ήλιο και την επίδρασή του στο τοπίο. Περιμένει να πάει στην Αρλ ο φίλος του ο Gaugin. Ονειρεύεται μια σύμπραξη πολλών ζωγράφων. Τους φαντάζεται όλους μαζί, κάτω από το συγκλονιστικό φως του Νότου, να ζωγραφίζουν, να πειραματίζονται, να συζητούν, να ανταλλάσσουν ιδέες. Βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική έξαρση και ζωγραφίζει πυρετωδώς βάζα και μπουκέτα με ηλιοτρόπια, για να στολίσει το δωμάτιο του φίλου του. Είναι πάμφτωχος, ζει εξαρτώμενος από την οικονομική βοήθεια του αδελφού του.

Τελικά, ο Gaugin έρχεται στην Αρλ, όμως δε συνυπάρχουν ειρηνικά. Έντονοι χαρακτήρες και οι δύο, στήνουν τρομερούς καβγάδες. Ο Gaugin θεωρεί ότι ο Βαν Γκογκ του οφείλει πολλά, γιατί εκείνος είναι που του έμαθε τον τρόπο να χρησιμοποιεί το χρώμα, και κυρίως την τονική γκάμα του κίτρινου με την οποία ζωγραφίζει τα ηλιοτρόπια. Ο Βαν Γκογκ δεν ανέχεται από κανέναν να του φέρνει αντιρρήσεις και νιώθει βαθιά προσβεβλημένος από τη συμπεριφορά του φίλου που με τόση λαχτάρα περίμενε.

Έτσι, ένα βράδυ, προπαραμονή Χριστουγέννων του 1888, επιτίθεται στον αγαπητό του φίλο, με ένα μαχαίρι. Την τελευταία στιγμή οπισθοχωρεί, έντρομος με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Βίνσεντ αισθάνεται ότι πρέπει να τιμωρηθεί για την πράξη του. Εκείνη τη νύχτα κόβει το αφτί του με ξυράφι, το βάζει σε ένα φάκελο και το πηγαίνει σε κάποια φίλη δική του και του Γκογκέν.

Τα σημάδια μιας σοβαρής ψυχικής ασθένειας είναι πλέον εμφανή. Οι κάτοικοι της Αρλ μιλούν για τον επικίνδυνο τρελό ξένο. Δε θέλουν να τον βλέπουν να κυκλοφορεί στους δρόμους της μικρής τους πόλης με έναν επίδεσμο στο αφτί, θυμίζοντας σε όλους την αποτρόπαιη πράξη του.

Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα η ζωή του Βαν Γκογκ εναλλασσόταν μεταξύ τρέλας και διαύγειας. Το Μάιο του 1889 ζητά από τον αδελφό του να μπει για θεραπεία στο άσυλο του Σεν Ρεμί. Τον Μάιο του 1890, φαινόταν πολύ καλύτερα και πήγε να ζήσει στο Auvers-sur-Oise υπό την επίβλεψη του Δρ. Gachet.  Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ». Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του, δεν είχε επιτυχία και αναγνώριση. Πούλησε μόνο έναν πίνακα! Μετά το θάνατο του όμως, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914). Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα.  Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους στην ιστορία της Τέχνης.

Πηγές:

https://www.vangoghgallery.com/

https://www.biography.com/artist/vincent-van-gogh

http://media.public.gr/Books-PDF/9789601421421-0548466.pdf