Θέμης Αδαμαντίδης: Και η νύχτα μυρίζει… φρουτάκια

623

Θέμης Αδαμαντίδης: «Δεν με νοιάζει η σύλληψη ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε του κατηχητικού» | PoliceNET of Greece

Η πρόσφατη σύλληψή του με άλλα 17 άτομα άτομα εν μέσω καραντίνας σε παράνομο «καζίνο» στη Κυψέλη ήταν ένα ακόμα από τα δεκάδες επεισόδια της ταραχώδους του ζωής – Ο τραγουδιστής που σφράγισε την καριέρα του με τον λαϊκό ύμνο «Μα πού να πάω», φαίνεται ότι βρήκε την απάντηση αφού όπως δήλωσε «Πάω εκεί που θέλω εγώ»

«Γιατί να μου ρίξει την ψυχολογία; Ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε δάσκαλος του κατηχητικού! Ένας απλός άνθρωπος είμαι. Και στο φινάλε δικαίωμά μου δεν είναι; Πρέπει να πάω κάπου που διαφημίζουν; Πάω εκεί που θέλω εγώ». Σωστά, όλοι αυτό θέλουμε αλλά δεν γίνεται. Θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει ποικιλοτρόπως την άνωθεν δήλωση λίγο μετά το «φτου ξελεφτερία» από τη σύλληψή του, ειδικά σε μία περίοδο όπου τα sms για άδεια μετακίνησης είναι αυστηρά οριοθετημένα ώστε να καλύπτουν ζωτικές καθημερινές ανάγκες -λίγο ψωμί, λίγα βήματα και το γιατρό μου. Δυστυχώς για τον Θέμη Αδαμαντίδη δεν προβλέφθηκε sms για «φρουτάκια», αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον 63χρονο σήμερα τραγουδιστή που τα πάθη του είναι τόσο ζωτικής σημασίας όσο η ανάσα του. Το τραγούδι, οι πέντε γιοι του, οι γυναίκες, η νύχτα, ο τζόγος. Πολλά τα πάθη του, τα έζησε μέχρι τέλους, τα τραγούδησε όλα. Και συνεχίζει ακάθεκτος.

Κεραμικός-Γιοχάνεσμπουργκ-Σουηδία

«Το 1972. Ηταν η πρώτη φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο. Στο καράβι με το οποίο γυρίζαμε από το Γιοχάνεσμπουργκ. Σε μια ελληνική βραδιά που είχαν διοργανώσει και έπειτα και στις υπόλοιπες. Ηταν είκοσι δύο μέρες ταξίδι. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά έτρεμαν τα πόδια μου όταν βγήκα! Αλλά όταν άρχισα να τραγουδάω το χειροκρότημα του κόσμου μού έδωσε δύναμη, με δικαίωσε… Οταν ήμουν μικρός, 9-10 χρόνων, με έβαζαν οι δικοί μου να τραγουδάω. Ωστόσο, επειδή ντρεπόμουν πήγαινα σε άλλο δωμάτιο, άφηνα λίγο την πόρτα ανοιχτή και τραγουδούσα χωρίς να με βλέπουν». Κάπως έτσι, εν πλω, ξεκίνησε η καριέρα του Θέμη Αδαμαντίδη που σήμερα, μετά από 40 χρόνια καριέρας έχει καταγραφεί στη Βίβλο της λαϊκής μουσικής ως σκέτο «Θέμης», παραλαμβάνοντας την τιμητική σκυτάλη των προκατόχων του -του Γρηγόρη, του Στράτου, του Στέλιου- που του την εμπιστεύτηκαν. Το τραγούδι ήταν για εκείνον μία προδιαγεγραμμένη πορεία. Στην οικογένεια υπήρχαν συγγενείς που ήταν μουσικοί, από αυτούς κόλλησε τη μανία με το λαικό τραγούδι αφού στο σπίτι πάντα ρεμπέτικα και λαϊκά έπαιζαν. Γεννήθηκε στην Καισαριανή της φτωχολογιάς το 1957 και μόλις εφτά ετών έφυγε με τους γονείς του για το Γιοχάνεσμπουργκ στη Νότια Αφρική. Από εκείνα τα χρόνια το μόνο που θυμάται από τον εαυτό του είναι να τραγουδάει συνεχώς. Τριγυρνούσε στο σπίτι και τραγουδούσε. Σε σημείο που τους ζάλιζε τόσο που τον κατσάδιαζαν. Τότε έβγαινε έξω από το σπίτι, έβρισκε απόμερα μέρη και ξανάρχιζε το τραγούδι. Το να είναι μόνος και να τραγουδάει ήταν το καλύτερό του. Το χειρότερό του ήταν και να τον βλέπουν. Αυτό δεν το άντεχε, ντρεπόταν. Ακόμα και σήμερα, μετά από 40 χρόνια στην πίστα, ερμηνεύει με την ίδια συστολή. Σα να ντρέπεται για το θεϊκό χάρισμα της φωνής του. Τραγουδάει και κοιτάζει κάπου ψηλά ή τίποτα. Με κλειστά μάτια. Όταν ξαναγύρισαν στην Ελλάδα από το Γιοχάνεσμπουργκ, είναι σχεδόν 14, έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο. Ξεκίνησε να φοιτά στο γυμνάσιο της Καισαριανής αλλά τα βρήκε σκούρα: «Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, είχα δυσκολία συγκέντρωσης γιατί στο μυαλό μου είχα συνέχεια το τραγούδι. Άκουγα το μάθημα και παράλληλα σκεφτόμουν τραγούδια. Στα μαθηματικά, για παράδειγμα, έβρισκα τη λύση. Οχι, όμως, με τον τρόπο που έπρεπε, αλλά με δικούς μου υπολογισμούς. Εκεί συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ο στόχος μου ήταν το τραγούδι. Δεν τελείωσα το σχολείο. Πήγα μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου, δεν έβγαλα το Λύκειο». Τελικά πήγε στο Εθνικό Ωδείο και παράλληλα δούλευε. Το βράδυ τραγουδούσε και το πρωί πήγαινε σχολείο. Εκαν κι ένα σωρό περιστασιακές δουλειές. Σε βενζινάδικο, σε εργοστάσιο, σε υαλουργείο… Πάντα όμως ο στόχος ήταν να γίνει τραγουδιστής και ψαχνόταν.

Πήγε στη Σχολή Δερβενιώτη και το 1973 δούλεψε δίπλα στην Αννα Χρυσάφη και τη Ρόζα Εσκενάζυ. Μεγάλα ονόματα της εποχής, μεγάλη και η δική του τύχη. Ηταν μόλις 15 χρονών και στο κέντρο πήγαινε κάθε βράδυ για να τραγουδήσει με τη συνοδεία της μάνας του. Σε εκείνο το κέντρο της Πλάκας πήρε και το βάπτισμα του πυρός: «Εκεί βρήκα μια μεγάλη αγκαλιά και μια μεγάλη πρόθεση να με βοηθήσουν. Υστερα ξαναπήγα στην Αφρική για έναν χρόνο και μετά επέστρεψα», έχει ο ίδιος περιγράψει σχετικά με τη δαιδαλώδη διαδρομή του μεταξύ Καισαριανής, Νοτίου Αφρικής αλλά και Σουηδίας. Στη τελευταία βρέθηκε το 1977 για δουλειά για να τραγουδήσει σε ένα ελληνικό μαγαζί, το κέντρο «Ορφέας». Είχε πάρει άδεια παραμονής και δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα. Το ’79 ήρθε για διακοπές πίσω στην Ελλάδα. Αφού πέρασε το καλοκαίρι του εδώ και ήρθε ο καιρός να επιστρέψει, η γιαγιά του η Δέσποινα, από την πλευρά της μητέρας μου προσπάθησε να τον πείσει να μείνει. Ο ίδιος έχει περιγράψει ως εξής το περιστατικό: «”Μη φύγεις ακόμα! Κάτσε 2-3 βδομάδες”. Όταν της αρνήθηκα, πήρε κάπου τηλέφωνο μπροστά μου και είπε: “Έχω δηλώσει συμμετοχή για τον εγγονό μου εδώ και μέρες, αλλά δεν μας έχετε καλέσει ακόμα. Δώστε, σας παρακαλώ, μια προτεραιότητα, γιατί φεύγει για το εξωτερικό. Θα σας αρέσει η φωνή του, είναι καλός!”. Πράγματι, δύο μέρες μετά μας τηλεφώνησαν από το “Να η ευκαιρία”. Πήγα πρώτα για την ηχογράφηση. Ηταν ο Γιώργος Κατσαρός εκεί και έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τη φωνή μου. Υστερα πήγαμε για τη μαγνητοσκόπηση στην ΕΡΤ. Μου έδωσαν τη μεγαλύτερη βαθμολογία και κάπως έτσι ξεκίνησα…». Το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία στο τραγούδι του Γιάννη Σπανού «Θα το θυμηθείς» δεν το παρέλαβε καν ο ίδιος, έστειλε τον πατέρα του αφού έπρεπε να επιστρέψει στη Σουηδία για κάποιες εμφανίσεις που είχε συμφωνήσει. Ο πατέρας του είναι και ο άνθρωπος που θα μιλήσει εκ μέρους του με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia, με την οποία θα κάνει και την πρώτη του συνεργασία. Όταν τον ειδοποίησαν να έρθει στην Ελλάδα για το συμβόλαιο, δεν έβρισκε εισιτήριο. Από την άλλη, το απέφευγε κιόλας, γιατί τα αεροπορικά ταξίδια ήταν ο εφιάλτης του. Τελικά, ήρθε πίσω στην Ελλάδα με έναν φίλο του οδικώς από τη Σουηδία. Έκανε 32 ώρες να κατέβει.

Ο Στέλιος και οι άλλοι

Η επιτυχία που τον βρήκε ήταν σχεδόν σοκαριστική. Οχι επειδή πίστευε ότι δεν την άξιζε -κάθε άλλο- αλλά οι εκδηλώσεις λατρείας από τον κόσμο ξεπερνούσαν και το ευοίωνο σενάριο των ονείρων του. Ηταν το με τον δίσκο «Αγάπησέ με» από την ΕΜΙ COLUMBIA. Τα τραγούδια «Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο», «Για σένα», «Γείρε στο πλάι μου» κτλ γίνονται τεράστιες επιτυχίες, ο δίσκος πουλάει 300.000 αντίτυπα, γίνεται χρυσός και πλατινένιος. Και η πρώτη του δουλειά με μαρκίζα και αφισοκόλληση ήταν στο Διογένης. Γίνεται χαμός, είναι και οι εποχές που τα κέντρα δουλεύουν 7 μέρες την εβδομάδα, ο κόσμος χορεύει και τραγουδάει μέχρι το πρωϊ, τα σπασμένα πιάτα και τα γαρίφαλα είναι βουνά στις πίστες. Και όρθιος στη μέση ο Θέμης Αδαμαντίδης να τραγουδάει με κλειστά μάτια και να γίνεται χαμός. Ακολουθούν συνεργασίες όπως η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Σταμάτης Κόκοτας. Ολοι μιλάνε για την περίπτωση Αδαμαντίδη, τον αποκαλούν «φαινόμενο», η φωνή του ακούγεται παντού ενώ οι θαυμαστές κάνουν ουρές για έναν αυτόγραφο, όπου κι αν πάει τον περικυκλώνουν. «Οι εκδηλώσεις θαυμασμού ήταν συγκινητικές. Πολλές φορές δεν μπορούσα να κινηθώ από εκεί που βρισκόμουν επειδή βρίσκονταν γύρω μου 500 άτομα που ήθελαν απλά να μου σφίξουν το χέρι. Δεν πολυκυκλοφορούσα. Αλλά ακόμη και όταν έπρεπε να πάω κάπου, προσπαθούσα να το κάνω διακριτικά», έχει περιγράψει ο ίδιος.

Η μεγάλη του καλλιτεχνική αγάπη, όμως, ήταν και παραμένει ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τον γνώρισε έξω από τα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας Columbia: «Ήμουν με τον παραγωγό μου, τον Γιώργο Πιτσίλα (τον πρώην σύντροφο της Νάνας Μούσχουρη) και πηγαίναμε προς τα γραφεία. Κάποια στιγμή μου λέει “Ρε, ο Καζαντζίδης”. Όταν συστηθήκαμε, στηθήκαμε και τον είχα απέναντί μου, ήταν σαν ένας γίγαντας με πανοπλία. Έτσι τουλάχιστον τον έβλεπα εγώ» έχει εξομολογηθεί για το δέος που ένιωσε. Η πρώτη ατάκα που του πέταξε με χιούμορ ο Καζαντζίδης μόλις τον είδε ήταν η εξής: «Εμένα πότε θα μου δώσετε ένα χρυσό;». Με τον Καζαντζίδη εκτός από φίλοι και συνεργάτες, θα γίνουν και κουμπάροι αφού θα στεφανώσει τον Θέμη στο γάμο του με τη Σουηδέζα Λένα το 1986. «Είχα πάει πολλές φορές στο εξοχικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο και μου έλεγε “καλώς το κουμπαράκι μου” και πήγαινε να ψήσει ψάρια για να φάμε ή τα έδινε στη Βάσω να τα ψήσει. Με αγαπούσε γιατί δεν πήγαινα να τον ζαλίσω, δεν του μιλούσα καθόλου για δουλειά. Μου είχαν προτείνει πολλές φορές επιχειρηματίες να τραγουδήσουμε μαζί με τον Καζαντζίδη, αλλά δεν το έλεγα ποτέ στον ίδιο, παρά μόνο σε κάποιο κοντινό του πρόσωπο. Πριν αλλάξουν οι δραχμές σε ευρώ, μου είχαν προ-τείνει από το νυχτερινό κέντρο Ribas να εμφανιζόμαστε έξι βραδιές την εβδομάδα. Έδιναν 50 εκατομμύρια τη βραδιά στον Καζαντζίδη και 5 εκατομ¬μύρια σε εμένα. Αυτό έγινε πριν από το 2000 και δεν του το είπα καν» είχε αποκαλύψει αργότερα ο Αδαμαντίδης. «Μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμένα ήταν που τον γνώρισα παρά το ότι έγινα γνωστός στον κόσμο ως τραγουδιστής». Ακόμα θυμάται εκείνη τη συμβουλή που του έδινε τότε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του: «Δες τα τραγούδια που λες, να είναι πιο λαϊκά, πιο κοντά στη χροιά σου, γιατί με τα μοντέρνα είσαι σαν το ψάρι που έχει χάσει τα νερά του».

Διαβάστε περισσότερα στο Πρώτο Θέμα