«Τέλειωσε το δίκαιο της ανάγκης»

440

Μια ιδιαίτερη και σημαντική για ασφαλισμένους, κράτος, νομικούς και δικαστές διαδικασία ξεκίνησε χθες στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό τους ήχους των συνθημάτων εκατοντάδων συνταξιούχων, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των φορέων τους για τη συγκέντρωση και την πορεία διαμαρτυρίας που ακολούθησε.

 

Πρόκειται για την πρότυπη πιλοτική δίκη (νόμος 3900/2010) την οποία ζήτησε ο ΕΦΚΑ, προκειμένου να απομακρύνει όσο γίνεται περισσότερο την αποπληρωμή ενός ιδιαίτερα μεγάλου ποσού, το οποίο με τους μετριοπαθείς υπολογισμούς των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους συνταξιούχους ανέρχεται σε 6 δισ. ευρώ, ενώ κατά τον ΕΦΚΑ και το υπουργείο Εργασίας μπορεί να φτάσει τα 26,5 δισ. ευρώ!

Με την απόφαση του ΣτΕ, η οποία δεν αναμένεται να εκδοθεί πριν από τον Μάρτιο, θα κριθεί η επαναβεβαίωση ή η ακύρωση προηγούμενων αποφάσεών του (2287 και 2288) στις οποίες κατέληξε τον Ιούνιο του 2015.

Μαραθώνια συνεδρίαση
Η δίκη στο ΣτΕ πραγματοποιήθηκε σε κλίμα έντασης, σε μια μαραθώνια συνεδρίαση, στη διάρκεια της οποίας οι δικηγόροι των συνταξιουχικών ενώσεων υποστήριξαν ότι οι περικοπές του 2012 συνιστούν παράβαση του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ενώ παραβιάζεται πληθώρα συνταγματικών διατάξεων, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης κ.λπ.

Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων δεν παρέλειψαν να αποδώσουν σκοπιμότητα στην πρωτοβουλία του ΕΦΚΑ να ζητήσει πιλοτική δίκη για το επίμαχο θέμα, υποστηρίζοντας ότι στην ουσία ζητά από το ΣτΕ να κρίνει εκ νέου τόσο το νομοθετικό πλαίσιο για τις περικοπές των συντάξεων, όσο και τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ (2287 και 2288) για τις εν λόγω περικοπές.

«Δεν ισχύει πλέον το δίκαιο της ανάγκης, και πρέπει οι σύμβουλοι Επικρατείας να επιστρέψουν στην κανονικότητα», πρόσθεσαν οι δικηγόροι.

Υπενθυμίζεται ότι με τις συγκεκριμένες αποφάσεις είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές που επιβλήθηκαν σε κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και η κατάργηση των δώρων με τους νόμους 4051/12 και 4093/12 της κυβέρνησης Αντ. Σαμαρά το 2012.

Ομως, εκείνες οι αποφάσεις του ΣτΕ δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, ούτε από την κυβέρνηση Αλ. Τσίπρα, και οι μειώσεις συνεχίστηκαν όχι μόνο μέχρι και το 2016, οπότε ψηφίστηκε ένας νέος νόμος, επί υπουργίας Γ. Κατρούγκαλου στο υπουργείο Εργασίας, αλλά και μέχρι το 2018.

Υπενθυμίζεται δε ότι με τον νόμο Κατρούγκαλου άλλαξε η δομή της σύνταξης και ο υπολογισμός της στο εξής θα γινόταν με βάση τον διαχωρισμό της σε δύο τμήματα: το τμήμα της εθνικής σύνταξης, που είναι για όλους ενιαία, και το τμήμα της ανταποδοτικής που εξαρτάται από το ύψος των εισφορών.

Επίσης, για να γίνει η μετάβαση στο νέο σχήμα προσετέθη η προσωπική διαφορά που αποτέλεσε και τη γέφυρα ανάμεσα στα δύο «συστήματα» για να γίνει ο επανυπολογισμός των συντάξεων, για τις οποίες σαφής εικόνα δημοσιοποιήθηκε μόλις πρόσφατα, τον περασμένο Νοέμβριο με τα γνωστά σημειώματα του ΕΦΚΑ.

Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στις αλλαγές που έγιναν, στο σκέλος της επικουρικής προσετέθη από τον νόμο Κατρούγκαλου και η νοητή κεφαλαιοποίηση.

Ο επανυπολογισμός
Ομως, πώς προέκυψε η επιχειρηματολογία του ΕΦΚΑ για την πρόκληση της πρότυπης δίκης; Τον περασμένο Οκτώβριο, το ΣτΕ κατέληξε σε τρίτη απόφαση, με την οποία κρίθηκε συνταγματικός ο επανυπολογισμός των συντάξεων.

Η απόφαση ελήφθη με διαφορά μόνο μίας ψήφου (13 υπέρ, 12 κατά), γεγονός το οποίο οδήγησε τον ΕΦΚΑ να εικάσει ότι οι διεκδικήσεις για την επιστροφή των περικοπών στο χρονικό διάστημα από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου το 2016 μέχρι και 31.12.2018 τίθενται εν αμφιβόλω.

Επομένως, με τη νέα, κρίσιμη δίκη που σηματοδοτεί την τρίτη και οριστική δικαστική φάση, θα κριθεί όχι μόνο εάν πρέπει να επιστραφούν τα ποσά των περικοπών που αντιστοιχούν σε αυτήν την περίοδο, αλλά θα επανακριθούν και οι περικοπές που έγιναν μέσα στο 2013.

Συνολικά, με τις αιτήσεις τους οι συνταξιούχοι ζητούν από 5.600 έως 62.400 ευρώ ο καθένας, ανάλογα με την απώλεια που είχε για τους 80 μήνες, δηλαδή από τις περικοπές του 2012, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ΣτΕ το 2015.