Στο “κυνήγι” του Γκρίνγουολντ

470

Η συγκλονιστική σειρά ερευνητικών ρεπορτάζ του -όπως και άλλων έγκριτων συναδέλφων του στην Guardian και την Washington Post- για τη δυστοπική κλίμακα μαζικής παρακολούθησης από την αμερικανική NSA, που αποκάλυψε το 2013 ο Εντουαρντ Σνόουντεν, χάρισαν στις δύο εφημερίδες το βραβείο Πούλιτζερ.

Hταν μάλιστα από τους απειροελάχιστους δημοσιογράφους που είχαν σπεύσει μυστικά στο Χονγκ Κονγκ για να συναντήσουν τον φυγά μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος Σνόουντεν και να αντλήσουν έναν πελώριο όγκο πληροφοριών από τον θησαυρό απόρρητων αρχείων της NSA που είχε καταφέρει να βγάλει από τις ΗΠΑ η πηγή τους. Σε αντίποινα, οι βρετανικές αρχές είχαν λειτουργήσει (και) τότε ως το μακρύ χέρι της αμερικανικής κυβέρνησης -εν προκειμένω του Μπαράκ Ομπάμα- θέτοντας εκφοβιστικά υπό κράτηση στο αεροδρόμιο Χίθροου τον Βραζιλιάνο σύζυγό του, αριστερό νυν βουλευτή Νταβίντ Μιράντα.

Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ -περί αυτού ο λόγος- συνέχισε κατόπιν το «ενοχλητικό» ερευνητικό του έργο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, συνιδρύοντας τον ανεξάρτητο ιστότοπο The Intercept. Δεν άργησε να μπει στο στόχαστρο του ακροδεξιού Βραζιλιάνου προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο με αφορμή τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του, ειδικά για την καταγγελλόμενη πλεκτάνη με πολιτικά κίνητρα που φέρεται να έστησε ο υπουργός Δικαιοσύνης Σέρζιο Μόρο με συναδέλφους του εισαγγελείς σε βάρος τού (καταδικασμένου πλην προσωρινά αποφυλακισθέντα και πιθανώς νικητή των εκλογών του 2018 στη Βραζιλία) αριστερού πρώην προέδρου της χώρας, Λούλα ντα Σίλβα, όταν ο Μόρο ήταν ακόμη επικεφαλής της τεράστιας έρευνας κατά της διαφθοράς «Πλυντήριο Αυτοκινήτου». Δεν είναι λίγοι εξάλλου όσοι επιμένουν πως η υπουργοποίηση του Μόρο ήταν η ανταμοιβή εκ μέρους του Μπολσονάρο για τον αποκλεισμό του… επικίνδυνου Λούλα από τις εκλογές λόγω καταδίκης.

Σάλο λοιπόν προκάλεσε εύλογα η χθεσινή κίνηση Βραζιλιάνων εισαγγελέων να ζητήσουν την ποινική δίωξη (και) του Γκρίνγουολντ, κατηγορώντας τον για ηλεκτρονικά εγκλήματα και «απευθείας συνδρομή, ενθάρρυνση και καθοδήγηση εγκληματικής συμμορίας», αποτελούμενης από έξι χάκερ, οι οποίοι υπέκλεψαν μηνύματα από τα κινητά τηλέφωνα του Μόρο και των τέως συναδέλφων του. Αποσπάσματά των επίμαχων συνομιλιών δημοσιοποιήθηκαν στο Intercept, που καταγγέλλει ότι τεκμηριώνουν σκευωρία κατά του Λούλα. Το εισαγγελικό αίτημα -που πρέπει να γίνει δεκτό από δικαστή για να προχωρήσει- έγινε κόντρα στην εκτίμηση της ομοσπονδιακής αστυνομίας πως από τα συλλεχθέντα στοιχεία δεν προκύπτει οτιδήποτε μεμπτό κατά του δημοσιογράφου. Παραβαίνει επίσης απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που απαγόρευσε τις έρευνες κατά του Γκρίνγουολντ, επικαλούμενη τη νομοθεσία για την ελευθερία του Τύπου.

«Δεν εκφοβίζομαι»

Οι εισαγγελείς, που καταγγέλλονται μεταξύ άλλων για κραυγαλέα κατάχρηση εξουσίας, αποπειρώνται να ποινικοποιήσουν τη δουλειά του με βάση ηχητικό υλικό από συνομιλίες του με έναν εκ των χάκερ. Ο δημοσιογράφος απαντά πως δεν εκφοβίζεται, διατρανώνοντας πως δεν είχε καμία συμμετοχή στην υποκλοπή, αλλά αντίθετα έγινε αποδέκτης διαρροής από τους χάκερ που αποτελούν πηγές του. «Αυτή είναι μια απίστευτα απροκάλυπτη εκδίκηση για το ξεσκέπασμα ακραίας διαφθοράς στα υψηλότατα κλιμάκια της κυβέρνησης Μπολσονάρο και απειλή για την ύπαρξη της ερευνητικής δημοσιογραφίας στη Βραζιλία» τουίταρε ο Σνόουντεν, ενώνοντας τη φωνή του με πληθώρα οργανώσεων προάσπισης της ελευθεροτυπίας και των πολιτικών ελευθεριών. Περιφρονώντας επιδεικτικά την κατακραυγή, ο προεδρικός γιος και βουλευτής, Εντουάρντο Μπολσονάρο, το γιόρτασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Ο Γκλεν Γκρίνγουολντ έλεγε πάντα πως αγαπούσε τη Βραζιλία και ήθελε να μάθει τα βάθη της χώρας. Ισως μάθει ακόμα και τη φυλακή».