Ρωσική εισβολή: «Η Μαριούπολη σχεδόν εξαφανίστηκε από τον χάρτη», λέει οικογένεια που έζησε την κόλαση του πολέμου

536

oykrania-xalasmata-arthro

Κατάφεραν να απομακρυνθούν από την περιοχή ύστερα από 23 μέρες πόλεμου, κλεισμένοι σε ένα κελάρι – Έβγαιναν έξω μόνο για να βρουν τροφή και νερό, αλλά και για να βοηθήσουν τους γείτονες να θάψουν τα παιδιά τους

«Περάσαμε 23 ημέρες κόλασης στη Μαριούπολη, κρυμμένοι στο κελάρι του σπιτιού μας. Εκτός από την 7χρονη κόρη μας, είχαμε μαζί και τους γονείς μας», λέει ο Ντμίτρο Σβετς εξηγώντας τις δυσκολίες που πέρασε η οικογένειά του την ώρα που οι Ρώσοι συνεχίζουν να βομβαρδίζουν τη γενέτειρά τους.

Η οικογένεια Σβετς κατάφερε να απομακρυνθεί με ασφάλεια από την στρατηγική πόλη-λιμάνι της Ουκρανίας ωστόσο, δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη της τα όσα έζησε στο κελάρι του σπιτιού της. Οι γονείς τους πάντως έμειναν πίσω, στην πατρίδα.

Από την πόλη Ντνίπρο, όπου πλέον έχει βρει καταφύγιο με την οικογένειά της, η Τάνια λέει στο CNN ότι, οι ρωσικές βόμβες έχουν σχεδόν εξαφανίσει τη Μαριούπολη από τον «χάρτη» και είναι θέμα χρόνου να αντιμετωπίσουν την ίδια τύχη και άλλες πόλεις στην Ουκρανία.

«Δεν υπάρχει πια πόλη. Δεν υπάρχει η πόλη της Μαριούπολης… δεν υπάρχει ούτε ένα συγκρότημα κατοικιών. Μόνο το 10% των ανθρώπων έχει μείνει εκεί. Μόνο συνταξιούχοι χωρίς χρήματα ή χωρίς αυτοκίνητα που δεν μπορούν να ξεφύγουν και άνθρωποι που δεν μπορούν να περπατήσουν», εξηγεί η Ουκρανή μητέρα.

«Για 23 ημέρες που είχαμε εγκλωβιστεί στην Μαριούπολη δεν κάναμε μπάνιο, η φορητή τουαλέτα που είχαμε ήταν ένας κουβάς και μια τσάντα», γράφει στο ημερολόγιό της που ενημέρωνε καθημερινά από την υπόγεια κρυψώνα της.

Η οικογένειά της σπανίως έφευγε από το κελάρι εκτός και αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Έφευγε δηλαδή μόνο για να βρει φαγητό και νερό και μια φορά για να βοηθήσει να θάψουν τους γείτονες που σκοτώθηκαν από τα ρωσικά πυρά ενώ περίμεναν στην ουρά για φαγητό.
«Θάβαμε ανθρώπους μπροστά από τους κήπους τους, σε αίθρια. Οι γείτονες μας ζήτησαν να βοηθήσουμε να σκάψουμε τους τάφους για τους γιους τους, για τα παιδιά τους», λέει συγκινημένη.

«Το πρόβλημα είναι ότι στην πόλη μας δεν είχαμε τίποτα. Δεν είχαμε κινητά. Δεν υπήρχε σύνδεση στο διαδίκτυο. Τα πάντα «κόπηκαν». Η παροχή φυσικού αερίου, η παροχή νερού. Τα φώτα», είπε από την πλευρά του ο σύζυγός της, Ντμίτρο. «Μαγειρεύαμε έξω, ανάβαμε φωτιά παίρνοντας ξύλα από τα πάρκα. Επειδή δεν υπήρχε άλλη επιλογή να επιβιώσουμε».

Ο Ντμίτρο είπε ότι δεν κατηγορεί τους Ρώσους πολίτες για όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία, αλλά δεν καταλαβαίνει γιατί ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν σκοτώνει αμάχους. «Γιατί η δολοφονία αμάχων; Γιατί; Για ποιο λόγο; Σεβόμαστε όλο τον κόσμο», υποστηρίζει στο CNN.

«Κατά την έναρξη των βομβαρδισμών, λέγαμε διάφορα αστεία όπως ότι, εάν ξεμέναμε από τροφή, ίσως σκοτώναμε περιστέρια για να φάμε. Τώρα, πλέον δεν είναι αστείο», προσθέτει.