Αντίνοος Αλμπάνης, το Maestro, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και “Κάποιος να με προσέχει” 

της Ελπίδας Παπαδανιήλ

1684

Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη ο πολυτάλαντος και γοητευτικός ηθοποιός Αντίνοος Αλμπάνης μιλάει για την καλλιτεχνική του πορεία, για την δική του προσωπική περιπέτεια,  για το Maestro αλλά και για τη στενή του φιλία με το Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Είναι ένας τρυφερός άνθρωπος που εκπέμπει αγάπη και σεβασμό.  

Δεκάδες ιστορίες, δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, δεκάδες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές συμμετοχές, δεκάδες ραδιοφωνικές αφηγήσεις… Ο Αντίνοος Αλμπάνης πρωτομπήκε στα σπίτια μας ως “Σπάικ” της τηλεοπτικής σειράς “Άγρια παιδιά”. Από τότε η καλλιτεχνική του πορεία είναι ανοδική, σε συμμετοχές που όπως λέει και ο ίδιος έβρισκε ένα λόγο να υπάρχει.  

Έχει εμφανιστεί στις σειρές «Μου λείπεις», «Δυο μέρες μόνο», «Κινούμενη άμμος», «Λούφα και παραλλαγή», «Αληθινοί έρωτες», «Άγρια παιδιά», «Λίτσα.com», «Ο 3ος νόμος», «Το νησί», «10η εντολή», «Ο πρίγκιπας της φωτιάς», «Ου φονεύσεις», «Ήλιος» και «Η Γενιά του ’30» και τώρα στην επιτυχημένη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη “Maestro”. Στον κινηματογράφο έχει παίξει στις ταινίες: «Μηδέν θετικό», «Νήsos», «45μ²», «Κανένας», «Το τανγκό των Χριστουγέννων», «Εθελοντές». 

Στο θέατρο τον έχουμε δει στις παραστάσεις: «Μια φορά κι ένα… λεπτό», «Ο ύμνος στους θεούς πάει», «Υπηρέτης Δύο Αφεντάδων», «Μια νύχτα με τον Σαίξπηρ», «Το βλέμμα του μελαμψού άνδρα», «Το τρίτο στεφάνι», «Αυτό το παιδί», «I will survive», «Γυάλινος Κόσμος», «Το κουρδιστό πορτοκάλι», «Τρωικός Πόλεμος», «Το Ημέρωμα της Στρίγγλας», «Με τα δόντια», «Πάπισσα Ιωάννα», «Αδερφοί Καραμάζοφ», «Αστροφεγγιά», «Η όπερα της πεντάρας», «Η αγριόπαπια», «Το Φινιστρίνι», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής», «Αρχιμάστορας Σόλνες», «Νιζίνσκι, η προφητεία της φωτιάς», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λάλου και φέτος τον βλέπουμε στη Θεσσαλονίκη στην παράσταση «Κάποιος να με προσέχει» του Φρανκ Μακγκίνες στο Θέατρο Αυλαία.   

Ε.Π.: Ποιος ήταν και ποιος είναι τώρα ο Αντίνοος, σε σχέση με όλα όσα πέρασε… 

Α.Α.: Πασχίζω πάρα πολύ να χτίσω αυτή τη γέφυρα του τότε με το σήμερα, σαφώς έχω ωριμάσει πολύ περισσότερο, έχω τοποθετήσει τα πράγματα σε μια άλλη διάσταση, έχω απομυθοποιήσει πολλά πράγματα από τη δουλειά, πολλούς ανθρώπους, ακόμη και την ίδια την δουλειά.  Με τον τρόπο αυτό καταφέρνω να είμαι πολύ πιο ψύχραιμος. Επειδή μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε και έρχονται διάφορα πράγματα στο δρόμο μας τα οποία μας εξελίσσουν, μας διαμορφώνουν και μας πηγαίνουν παρακάτω, προσπαθώ να μην χάσω την επαφή με αυτό που ήμουν και να χτίσω μια γέφυρα στο χτες και το σήμερα. 

Ε.Π.: Πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια;  

Α.Α.: Έχω υπάρξει πολύ τυχερό παιδί γιατί μεγάλωσα σε μια οικογένεια με αγάπη και νιώθω ότι οι γονείς μου κάναν ότι μπορούσαν για να νιώθω κομμάτι ενός συνόλου, να μην ζω για την πάρτη μου, να μη ζω για τον εαυτό μου, να μη ζω ανεξάρτητα από το περιβάλλον μου.  Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά λόγω της δουλειάς του πατέρα μου μετακομίσαμε στη Χαλκίδα. Το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια κωμόπολη και όχι σε μια μεγάλη πόλη, μου έδωσε την πολυτέλεια να μπορώ να εξερευνήσω τη ζωή και την εφηβεία, χωρίς να υπάρχουν οι φόβοι και οι αγωνίες και ο κίνδυνος του να “μη συμβεί κάτι”. Ανάμεσα σε μένα και στους γονείς μου χτίστηκε μια σχέση εμπιστοσύνης και όταν το παιδί νιώθει ότι ο γονιός το εμπιστεύεται τότε και το ίδιο συμπεριφέρεται πιο ώριμα, πιο υπεύθυνα. Πραγματικά, σήμερα, θαυμάζω απεριόριστα τους γονείς γιατί είναι πολύ πιο άγρια τα πράγματα, από τις δεκαετίες που εγώ μεγάλωσα, και ειλικρινά, δεν ξέρω εάν είχα ένα παιδί, κατά πόσο θα το άφηνα να περπατήσει μόνο του χωρίς να το καταπιέσω, χωρίς να του κόψω τα φτερά και χωρίς να του κάνω να νιώθει ότι χωρίς εμένα δεν μπορεί να ζει.  

Ε.Π.: Το μικρόβιο της υποκριτικής πότε ξεκίνησε να ξυπνάει τις βαθύτερες επιθυμίες; 

Α.Α.: Η αλήθεια είναι ότι άργησε λίγο, κάπως χτίστηκε, κλιμακώθηκε με ένα περίεργο τρόπο στο υποσυνείδητό μου, στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάπου είχε φωλιάσει στην ψυχή μου ένα μικρόβιο καθώς έβλεπα πολύ θέατρο από παιδί. Θυμάμαι να σκέφτομαι, πως αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονται πάνω στη σκηνή φαίνονται πολύ ευτυχισμένοι, πολύ χαρούμενοι, φαίνονται να κάνουν μια δουλειά την οποία την απολαμβάνουν. Κάποια στιγμή λοιπόν, στα 16 μου χρόνια ένιωσα την ανάγκη να ενταχθώ σε θεατρικές ομάδες και να ασχοληθώ λίγο πιο ουσιαστικά με το θέατρο. Και σε εκείνο το σημείο, άρχισα και εγώ να νιώθω ευτυχισμένος μέσα από το να αφηγούμαι ιστορίες, μέσα από το να χτίζω ρόλους, περσόνες και να γίνομαι κομμάτι ενός θεατρικού συνόλου.  

Ε.Π.: Σε βοήθησε το θέατρο στα χρόνια της εφηβείας σου; 

Α.Α.: Ήμουν ένα πολύ συνεσταλμένο και κλειστό παιδί. Το θέατρο ήταν ένας τρόπος  να μπορέσω λίγο να πατήσω στα πόδια μου και να αποδεχτώ και να αγκαλιάσω αυτό που είμαι. Να μπορώ να στέκομαι απέναντι στους ανθρώπους χωρίς να ντρέπομαι. Δεν πίστευα ότι θα είναι το επάγγελμά μου, δεν ξεκίνησα έτσι, αλλά σίγουρα ήταν μια διαδικασία η οποία μου ήταν εξαιρετικά ευχάριστη.  Στα 18 πια ένιωθα πιο σίγουρος, πιο έτοιμος. Ενώ έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις και πέρασα στη Θεσσαλονίκη στη σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, δεν παρακολούθησα ποτέ τα μαθήματα.  Πήγα κατευθείαν στη σχολή του Καρόλου Κουν και ξεκίνησα τη φοίτησή μου.  

Ε.Π.: Σαν έφηβος θαύμαζες κάποιους ηθοποιούς, είχες κάποιο πρότυπο; 

Α.Α.: Ποτέ, ποτέ στη ζωή μου δεν είχα κάποιο πρότυπο, κάποιον να το θαυμάζω σε βαθμό λατρείας. Δεν είχα κολλημένες αφίσες στο δωμάτιό μου, δεν είχα εμμονές με ανθρώπους. Στον καθένα έβλεπα κάτι ξεχωριστό. Ο καθένας με γοήτευε για κάποιο συγκεκριμένο λόγο σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι που υπήρξαν έμπνευση για μένα στη δουλειά μου.  

Ε.Π.: Τι σε εμπνέει στους ανθρώπους δηλαδή;  

Α.Α.: Θαυμάζω τους ανθρώπους που μου προτείνουν κάτι διαφορετικό, που μου ανοίγουν ένα καινούριο παράθυρο στη σκέψη και στην αισθητική μου. Και δεν είναι απαραίτητο να είναι πάντα ηθοποιοί, συνάδελφοι. Μπορεί να είναι ένας παρουσιαστής που έχει να προτείνει κάτι καινούριο σε μια τηλεόραση, που ήταν η ίδια σε όλα… Μπορεί να ήταν ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που μου ανοίγει δρόμους μουσικούς, που η προσέγγισή του πάνω στη ραδιοφωνική εκπομπή να ήταν διαφορετική των υπολοίπων. Όταν πήγα στην Αθήνα και φοίτησα στη σχολή, οι θεατρικές ομάδες που με τραβούσαν δεν ήταν οι κλασικές και οι αναμενόμενες. Δηλαδή τότε ήταν το θέατρο Αμόρε, που ανέβαζε πιο αβανγκάρντ παραστάσεις, ένα πιο σύγχρονο ρεπερτόριο…. Το καινούριο ήταν αυτό που με τραβούσε, το διαφορετικό για να μπορέσω και εγώ να διαμορφώσω την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. 

Η τέχνη μου με βοηθά να μαθαίνω συνεχώς τη ζωή και  

εύχομαι η έννοια μου να είναι να επιθυμώ να τη μάθω,  

να τη μαθαίνω καθημερινά... τη ζωή και τους ανθρώπους.  

Και μακάρι να μην τη μάθω και ποτέ… 

Ε.Π.: Είχες και μια προσωπική περιπέτεια υγείας, μίλησέ μας για όσα πέρασες… 

Α.Α.: Ήμουν σε μια φάση της ζωής μου που δούλευα πολύ, αδιάκοπα πολύ. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί, όταν έγινε η διάγνωση δεν μπορούσα να αποσυρθώ από τις δουλειές, οπότε ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω δύσκολα, κάτω από πάρα πολύ άγριες συνθήκες, με συνεργάτες, οι οποίοι δεν ήταν οι ιδανικοί συνεργάτες σε πολλά επίπεδα, και παρ όλα αυτά έπρεπε εγώ να κρατήσω ισορροπίες και σε σχέση με τη δουλειά και σε σχέση με τον εαυτό μου, με τον οργανισμό μου, με τις αντοχές μου. Ζορίστηκα πάρα πολύ εκείνο το χειμώνα, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και σήμερα λέω ότι είναι από τις περιόδους που δεν θα ήθελα να έχουν υπάρξει στη ζωή μου. Σε μερικά χρόνια ίσως να μην το εννοώ, να το δω ως μάθημα αλλά σήμερα έτσι το αισθάνομαι γιατί πραγματικά ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους.  

Ε.Π.: Τι σε βοήθησε εκείνη την περίοδο; 

Α.Α.: Το πιο καλό μάθημα από εκείνο το χειμώνα ήταν ότι κατάλαβα ότι η δουλειά με κάνει χαρούμενο και με βοηθάει και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Και όσο και αν πονούσα και όσο και αν δυσκολευόμουνα, ξέρω βαθιά μέσα μου ότι εάν δεν είχα τη δουλειά και ήμουν απλώς στο σπίτι μου σε ένα καναπέ, όλα θα ήταν ακόμη πιο δύσκολα στην ψυχολογία μου. 

Ε.Π.: Λειτουργούσε δηλαδή ως αντίβαρο.. 

Α.Α.: Είχα ένα λόγο να ζω, να ονειρεύομαι και να ελπίζω. Ήταν και μια περίοδος που ήμουν και μόνος στη ζωή… Όλοι οι άνθρωποι όμως, σε τέτοιες δύσκολες, ζόρικες στιγμές βρίσκουν αποθέματα ψυχής,  βρίσκουν τη δύναμη. Δε νιώθω ότι έκανα κάτι διαφορετικό από αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος που θα βρισκόταν σε μια αντίστοιχη κατάσταση. Και επειδή όλοι, καλώς ή κακώς, έχουμε στον κύκλο μας ανθρώπους που έχουν περάσει από τέτοιες διαδικασίες, έχουμε εμπειρίες από ογκολογικούς ασθενείς, βλέπουμε στο βλέμμα τους τη σπίθα, βλέπουμε την αγωνία να κρατηθούν στη ζωή, να παλέψουν. Εμένα η έγνοια μου ήταν να είμαι παρόν στη ζωή, να μην αποκοπώ από την πραγματικότητα, να μην ξεχάσω να ζω.  

Ε.Π.: Θέλει πολύ δύναμη και κουράγιο όλο αυτό… 

Α.Α.: Ναι, δεν είναι εύκολο. Δεν σας κρύβω ότι η βαθιά χριστιανική πίστη που έχω με βοήθησε πάρα πολύ, λειτούργησε πολύ θεραπευτικά. Ήταν πολλές οι φορές που πήγαινα στην εκκλησία μόνος μου και έπαιρνα δύναμη.    

Ε.Π.: Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν άκουσες τη διάγνωση; 

Α.Α.: Σαν να μην περίμενα να ακούσω αυτή τη διάγνωση, ένιωθα σαν να το ήξερα. Ήταν κάτι το οποίο το διαισθανόμουν, οπότε δεν ήταν κάτι που με εξέπληξε, δεν έπεσα από τα σύννεφα, απλώς ήταν κάτι που δεν ήθελα να ακούσω. Είχα μια άρνηση στο να αποδεχτώ τη διάγνωση. Από την άλλη, είχα στο περιβάλλον ανθρώπους που είχαν νοσήσει από λέμφωμα και ήξερα πολύ καλά ότι είναι από τις θεραπεύσιμες μορφές, ειδικά εάν διαγνωστεί εγκαίρως. Αυτό μου δημιούργησε μια ψυχραιμία και μια νηφαλιότητα ότι τα πράγματα θα πάνε καλά.  

 

“Είναι όμορφο δώρο η ζωή… 

Ας μη το κατασπαταλάμε και 

το θεωρούμε ως δεδομένο…” 

Ε.Π.: Έχει περάσει πλέον αρκετός καιρός από τη νόσησή σου, πώς αισθάνεσαι τώρα; 

Α.Α.: Αν και περάσαν αρκετά χρόνια, δεν είμαι σίγουρος εάν αυτό είναι κάτι που εγώ προκάλεσα στον εαυτό μου, γιατί πολλοί από τους καρκίνους είναι και αυτοάνοσοι. Το ότι ήρθε οφείλω να το εκμεταλλευτώ προς όφελος μου, να κάνω μια ανασκόπηση και να δω τι λάθη έκανα, πώς ζούσα, τι επιλογές έκανα, πώς κατεύθυνα το συναίσθημα μου, τη σκέψη μου, πώς τοποθετούσα τον εαυτό μου, πώς αξιολογούσα τα πράγματα, πώς ιεραρχούσα τις καταστάσεις, τι ήταν σημαντικό για μένα, γιατί πάλευα…. όλα αυτά ήθελα να τα χαμηλώσω, να τα βάλω στην πραγματική τους θέση, στην πραγματική τους διάσταση.  

Ε.Π.: Τώρα πλέον, πώς ιεραρχείς τις αξίες σου; Ποιες αξίες μπήκαν πρώτες; 

Α.Α.: Η αγάπη, ο σεβασμός, η οικογένεια, η φιλία, η αξιοπρέπεια, ο έρωτας…. 

Ε.Π.:Ποια ιστορία θα μας διηγηθείς στο Θέατρο Αυλαία; 

Α.Α.: Η ιστορία που θα δούμε τώρα είναι μια ιστορία βαθιάς αγάπης, βαθιάς αποδοχής και βαθιάς συνειδητοποίησης ότι έχουμε συγκλονιστικά ανάγκη ο ένας τον άλλο, ότι έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη από ένα φύλακα άγγελο, ότι έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη από κάποιον να μας προσέχει και να αποδεχτούμε τον διπλανό μας έτσι όπως είναι. Να αποδεχτούμε τον άνθρωπο που στέκεται στο πλάι μας χωρίς να έχουμε τη νευρωτικά ανάγκη να τον διαμορφώσουμε εμείς, να τον αλλάξουμε εμείς και να τον φέρουμε στα μέτρα μας, να τον καλουπώσουμε.  

Ε.Π: Είναι τυχαία η επιλογή του έργου ή ακουμπάει και σε δικά σου προσωπικά σημεία;  

Α.Α.: Σε πάρα πολλά. Το κείμενο σαν κείμενο είναι απλά ένα όχημα για να πούμε κάποια πράγματα. Σκεφτόμουνα τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος, το μύθο των Λαβδακιδών, που στο σύγχρονο Έλληνα δεν έχει να πει κάτι ο μύθος αυτός καθ αυτός, αλλά οι σχέσεις που διαμορφώνονται, οι συνθήκες που αναβιώνουν μέσα από αυτό το μύθο, είναι αυτές που μιλάνε στον πυρήνα της ψυχής μας. Αυτό συμβαίνει και με το συγκεκριμένο κείμενο.  

Ε.Π.: Δηλαδή; 

Α.Α.: Φαινομενικά είναι μια συνθήκη εγκλεισμού, μια συνθήκη ομηρίας τριών δυτικών σε μια φυλακή στο Λίβανο. Και ναι, φαινομενικά μπορεί να πει κάποιος εμένα δω στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα τι με αφορά αυτό;  Είναι οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις φαινομενικά ίδιους ανθρώπους. Τρεις λευκοί, τρεις δυτικοί, τρεις αγγλοσάξονες, που στην πραγματικότητα είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Και οι τρεις οφείλουν να ανακαλύψουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που έχουν για να μπορέσουν να συνυπάρξουν και να συμβιώσουν. Μέσα από συνθήκες δύσκολες και άγριες όπως μια ομηρία, έχει πολύ μεγάλη αξία το να μπορείς να κάνεις πίσω το “εγώ” σου, να κάνεις πίσω τις προσωπικές σου ματαιώσεις και να αγκαλιάσεις το διπλανό σου.  

 Ε.Π.: Πως προέκυψε να ξεκινήσει η παράσταση από τη Θεσσαλονίκη; 

Α.Α.: Ήταν ένα όνειρό μου και χαίρομαι πολύ που γίνεται πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ζηλεύω πολύ άλλες χώρες όπως τη Γερμανία, τη Αμερική όπου βρίσκεται αλλού η οικονομική πρωτεύουσα, αλλού η καλλιτεχνική πρωτεύουσα, αλλού η εμπορική πρωτεύουσα.  Στην Αμερική ας πούμε, οι τέχνες δεν ανθούν στην Ουάσιγκτον, αλλά στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, στο Σαν Φρανσίσκο.  Στη δε Γερμανία, οι τέχνες κατά κύριο λόγο ανθούν στο Βερολίνο. Θα ήθελα λοιπόν, πάρα πολύ και στη δική μας χώρα να συμβαίνει αυτό. Δηλαδή, θα ήθελα ο θεατρικός παλμός της χώρας μας να χτυπάει στη Θεσσαλονίκη  και αυτό γιατί έχει μια ομορφιά μοναδική. Ακόμη και το πιο “άσχημο” στενό αυτής της πόλης είναι απείρως πιο όμορφο από της Αθήνας. Για μας αυτές οι όμορφες εικόνες, αυτός ο τρόπος ζωής, οι ρυθμοί της πόλης είναι πολύ πιο ανθρώπινοι και πιο δημιουργικοί για ένα καλλιτέχνη. 

Ε.Π.: Την αγαπάς τη Θεσσαλονίκη.. 

Α.Α.: Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να μένω μόνιμα και να εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι τυχαίο ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης πάντα λέμε ότι είναι διαφορετικό κοινό, αυτό ισχύει αν και δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε με λόγια, αλλά μπορούμε να το παρατηρούμε και να το επισημαίνουμε.. 

Ε.Π.: Μίλησέ μας για το  Maestro 

Α.Α.: Το Maestro πάει συγκλονιστικά καλά! Η αποδοχή που έχουμε από τον κόσμο είναι συγκινητική. Χαίρομαι γιατί είναι μια δουλειά επιπέδου, μια δουλειά που έχει γίνει με πάρα πολύ κόπο αλλά όχι τυχαία. Έχει μελετηθεί πάρα πολύ. Οι άνθρωποι που επιλέχτηκαν για να τη στελεχώσουν είναι μοναδικοί. Μπορώ να πω ότι είναι μια δουλειά που επάξια μπορεί να σταθεί στη διεθνή αγορά και χαίρομαι για αυτό, γιατί την έχουμε απαξιώσει πάρα πολύ την τηλεόραση και ειδικά τα προϊόντα της μυθοπλασίας. Είναι καλό να ξέρουμε ότι μπορούμε να κάνουμε καλή μυθοπλασία στην τηλεόραση… Όπως έχουμε αποδείξει άλλωστε ότι μπορούμε να κάνουμε καλό σινεμά, όπως έχουμε δημιουργούς στον κινηματογράφο, οι οποίοι βραβεύονται διεθνώς.. Αντίστοιχα, μπορούμε να δημιουργήσουμε πράγματα και για την τηλεόραση τα οποία να είναι όχι απλά αξιοπρεπή, αλλά να έχουν και κάτι να πουν στον κόσμο.  

Ε.Π.: Συστατικό όμως επιτυχίας για τη συγκεκριμένη σειρά είναι και το γεγονός ότι είστε μια πολύ καλή παρέα… 

Α.Α.: Ισχύει.. Άλλωστε έχουμε και πολύ καλό  Maestro, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, ο οποίος είναι ένας ευφυής καλλιτέχνης και δεν αφήνει ποτέ τα πράγματα στην τύχη τους… Έχει ένα δαιμόνιο μέσα του, ξέρει πολύ καλά ποιους ανθρώπους να βάλει δίπλα, τι παντρέματα να κάνει. Για άλλη μια φορά μου απέδειξε πόσο νοιάζεται και φροντίζει τους ηθοποιούς, τους καλλιτέχνες. Και αυτό οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα το έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη, να νιώσουμε φροντίδα, να νιώσουμε ότι μας προσέχουν, να νιώσουμε ότι μας σέβονται, ότι μας παρέχουν τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουμε να εργαστούμε με αξιοπρέπεια. Ο Χριστόφορος θα φροντίσει από το τι θα φας, πού θα ξεκουραστείς, πώς θα κάνεις πρόβα… είναι πάνω από όλα. Σέβεται απόλυτα τα προγράμματά μας και φροντίζει  να προγραμματίζει τη δουλειά έτσι ώστε να είναι όλοι ικανοποιημένοι. Είναι ευλογία να δουλεύεις με τον Χριστόφορο και εύχομαι όλοι οι ηθοποιοί να έχουν την τύχη αυτή κάποια στιγμή. Η ψυχή μας και το ταλέντο μας είναι ταγμένα στο Χριστόφορο...     

Είμαι πολύ περήφανος και πολύ χαρούμενος 

που συμμετέχω στη σειρά. Είναι από τις δουλειές 

που εάν δεν ήμουν κομμάτι της και την έβλεπα, 

θα ζήλευα βαθιά 

Ε.Π.: Πως αισθάνεσαι που το Maestro ταξιδεύει πλέον στο Netflix; 

Α.Α.: “Είμαι πολύ χαρούμενος και περήφανος που η δουλειά μας κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην παγκόσμια αγορά και εύχομαι η ιστορία μας να μπορέσει να μιλήσει στις καρδιές των θεατών του κόσμου!” 

Ε.Π.: Ποια είναι η σχέση σου με το Χριστόφορο Παπακαλιάτη; 

Α.Α.: Πάρα πολύ καλή! Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, από το 2004, εάν θυμάμαι καλά. Έχουμε κάνει πολλές δουλειές μαζί, έχουμε κάνει πολύ παρέα, έχουμε κάνει διακοπές μαζί. Γνωριζόμαστε πάρα πολύ, μα πάρα πολύ καλά.  

Ταυτότητα παράστασης 

“Κάποιος να με προσέχει”, Frank McGuinness 

Μετάφραση/Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου 

Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου 

Σκηνικά- Κοστούμια: Μαίρη Τσαγκάρη 

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος 

Μουσική επιμέλεια: Αθανασία Καραγιαννοπούλου 

Παραγωγή: Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, Θεσσαλονίκη 

Ερμηνεία: 

Αντίνοος Αλμπάνης 

Δημήτρης Μάριζας 

Πήτερ Ραντλ