Ποιοι συνταξιούχοι θα δουν αυξήσεις μέσα στο 2020

449

Η απόφαση του ΣτΕ για τα αναδρομικά ύψους έως και 26 δισ. ευρώ και η πορεία των εσόδων από τους μη μισθωτούς, βάσει του νέου συστήματος εισφορών θεωρούνται οι δύο κρίσιμοι παράγοντες για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος.

Στην τελική ευθεία εισέρχεται η ασφαλιστική μεταρρύθμιση με αιχμή τις αλλαγές στις συντάξεις, κύριες και επικουρικές, αλλά και τις εισφορές των μη μισθωτών, βάσει των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι αναγκαίες αναλογιστικές μελέτες που θα πρέπει να συνοδεύουν το σχέδιο νόμου έχουν ήδη ολοκληρωθεί και βάσει του σχεδιασμού, τις επόμενες ημέρες θα δοθεί σε διαβούλευση προκειμένου στη συνέχεια να λάβει τον δρόμο προς τη Βουλή.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η μελέτη αφενός δείχνει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει εντός των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, καθ’ όλο το εξεταζόμενο διάστημα, ήτοι έως το 2070. Ιδιαίτερα από το 2030 και μετά, η μείωση της δαπάνης είναι τόσο σημαντική, που εντάσσει την Ελλάδα στις χώρες του στενού ευρωπαϊκού πυρήνα.

Συνεπώς, κρίσιμη θεωρείται η πρώτη 10ετία του νέου συστήματος, με μεταβλητές αφενός την ανταπόκριση των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων στο νέο σύστημα εισφορών και κατά συνέπεια την πορεία των εσόδων από τη μη μισθωτή εργασία, αφετέρου την αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ για τα αναδρομικά ύψους έως και 26 δισ. ευρώ, από την πιλοτική δίκη που ξεκίνησε στο ανώτατο δικαστήριο την περασμένη Παρασκευή.

Οπως πάντως έχει γίνει ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή, το νέο ασφαλιστικό θα χρηματοδοτηθεί… εκ των έσω. Στην πράξη, το 0,5% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στα 971 εκατ. ευρώ που το 2019 δόθηκαν για τη χρηματοδότηση της 13ης σύνταξης, όπως παρουσιάστηκε και θεσμοθετήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, θα ενσωματωθεί ως ένας μόνιμος μηχανισμός στήριξης του συστήματος που έως το 2070 θα καλύπτει ανάγκες του, εξασφαλίζοντας στην πράξη αυξήσεις σε κύριες αλλά και επικουρικές συντάξεις.

Οι υπολογισμοί

Βάσει των υπολογισμών του υπουργείου Εργασίας, οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, μετά και τις αποφάσεις του ΣτΕ, αφορούν άμεσα ή έμμεσα 1,3 εκατ. ήδη συνταξιούχους. Βεβαίως αφορούν και το σύνολο των νέων συνταξιούχων, όσους δηλαδή καταθέσουν αιτήσεις συνταξιοδότησης από την ψήφιση του «νόμου Βρούτση» και μετά, αλλά και όσους έχουν καταθέσει τις αιτήσεις τους από τον Οκτώβριο του 2019 που εκδόθηκε η δικαστική απόφαση.

Ειδικά για τις κύριες συντάξεις, οι αυξήσεις στους συντελεστές αναπλήρωσης από τα 33 έτη ασφάλισης και μετά, εκτιμάται ότι «ακουμπούν» περίπου 1 εκατ. συνταξιούχους.

Αναλυτικά, η αναπροσαρμογή των συντελεστών ξεκινάει από τα 33 έτη ασφάλισης και θα αυξάνεται προοδευτικά στο 50% με 50,3%. Σε αυτό το ποσοστό αναμένεται να τεθεί και το πλαφόν, καθώς ακόμη και μετά τα 40 ή έστω τα 42 έτη ασφάλισης, δεν θα υπάρχει επιπλέον αύξηση στο ποσοστό αναπλήρωσης. Σε αυτή τη βάση, οι αυξήσεις στις συντάξεις θα αφορούν αυτούς που έχουν από 33 έτη ασφάλισης και πάνω, με το ποσοστό αναπλήρωσης να αυξάνεται προοδευτικά, ώστε να αγγίζει το 40%-40,5% στην 35ετία (έναντι 33,81% σήμερα) και το 50%-50,3% στην 40ετία (έναντι 42,80% σήμερα).

Τα ανώτατα επίπεδα κύριων συντάξεων (με την προσθήκη και της εθνικής σύνταξης) αναμένεται να κυμαίνονται από 887 ευρώ για συντάξιμες αποδοχές της τάξης των 1.000 ευρώ έως και 3.650 ευρώ για το ανώτατο πλαφόν συντάξιμων αποδοχών των 6.500 ευρώ.

Ωφελημένοι από τους νέους συντελεστές θα είναι παλαιοί και νέοι συνταξιούχοι (έχουν δηλαδή αποχωρήσει πριν ή μετά τον Μάιο του 2016) που έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με περισσότερα από 33 έτη. Βέβαια, η συντριπτική πλειονότητα των παλαιών συνταξιούχων (που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου) δεν θα δουν αυξήσεις στην τσέπη τους. Οι συνέπειες θα φανούν στο μέλλον, καθώς θα μειωθεί η προσωπική τους διαφορά. Ετσι, όταν το 2023 ξεκινήσει ο συμψηφισμός της προσωπικής διαφοράς με τις γενικές ετήσιες αυξήσεις, θα έχουν γρηγορότερη επανένταξη στους τυχερούς συνταξιούχους που θα δουν αυξήσεις στις κύριες συντάξεις τους.

Ωστόσο, όσοι δεν έχουν προσωπική διαφορά –ή έχουν αρνητική προσωπική διαφορά– και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αποχωρήσει με πάνω από 33 έτη ασφάλισης, θα δουν άμεσα, με την ψήφιση του νόμου, αυξήσεις στις συντάξεις τους.

Αυτή η κατηγορία όπως και οι 300.000-320.000 δικαιούχοι επικουρικών που θα δουν αυξήσεις από 5 έως 196 ευρώ θα είναι και οι συνταξιούχοι που θα εισπράξουν τα αναδρομικά στις αρχές του 2020, καθώς οι όποιες αλλαγές θα ξεκινούν από την 1η Οκτωβρίου 2019. Πρόκειται για αναδρομικά τουλάχιστον 5 μηνών, δεδομένου ότι οι συντάξεις Φεβρουαρίου θα πληρωθούν τέλη Ιανουαρίου.

Οι τυχεροί των επικουρικών

Στον τομέα των επικουρικών συντάξεων, οι τυχεροί που θα δουν αυξήσεις είναι πιο εύκολο να καταγραφούν. Είναι όλοι όσοι είδαν το καλοκαίρι του 2016 τις συντάξεις τους να μειώνονται, λόγω του «κόφτη» των 1.300 ευρώ στο άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων. Προέρχονται κατά κύριο λόγο από 21 Ταμεία. Αυξήσεις θα δουν μισθωτοί του πρ. ΙΚΑ, δημόσιοι υπάλληλοι, εμποροϋπάλληλοι, ναυτιλιακοί και τουριστικοί πράκτορες, εργαζόμενοι σε εταιρείες οινοποιίας, δημοτικοί υπάλληλοι, δικηγόροι – συμβολαιογράφοι, ναυτικοί, τραπεζοϋπάλληλοι ΕΤΒΑ και Εμπορική, μηχανικοί κ.ά. Ολοι οι ωφελούμενοι θα δουν απευθείας αυξήσεις στην τσέπη τους από 5 ευρώ έως 196 ευρώ, ενώ μεσοσταθμικά 99,57 ευρώ.

Παραδείγματα με τους νέους συντελεστές

Αυξήσεις πέριξ του 10% στις συντάξεις τους αναμένεται να δουν με την ψήφιση του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας χιλιάδες ήδη συνταξιούχοι, υπό την προϋπόθεση ότι είχαν υψηλές συντάξιμες αποδοχές και πολλά έτη ασφάλισης. Η κλιμακωτή αύξηση της αναπλήρωσης κοντά στο 50% (έναντι 42,80%) για την 40ετία δείχνει αυξήσεις της τάξης του 10% στα τελικά ποσά των συντάξεων για συντάξιμες αποδοχές έως 1.500 ευρώ και έως 15% για υψηλότερες.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, από τις προωθούμενες αλλαγές ωφελημένοι θα είναι κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι που αποτελούν –κατά τους ειδικούς– τους ασφαλισμένους που έχουν πιο σταθερό ασφαλιστικό δεσμό και μετά τα 40 έτη ασφάλισης, δημόσιοι υπάλληλοι που είναι μόνιμοι και ασφαλίζονται συνεχώς άνευ διακοπής από την πρόσληψή τους και έπειτα, αλλά και οι λεγόμενοι παλαιοί ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ με περισσότερα από 35 έτη ασφάλισης και υψηλές συντάξιμες αποδοχές.

Ετσι, για παράδειγμα ασφαλισμένος με συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ και 35 έτη ασφάλισης, ενώ με τους σημερινούς συντελεστές λαμβάνει σύνταξη της τάξης των 722 ευρώ, με τους νέους συντελεστές, η σύνταξή του θα αυξηθεί κατά 62 ευρώ και θα ανέλθει σε 784 ευρώ τον μήνα. Με τις ίδιες αποδοχές αλλά 40 έτη ασφάλισης, ένας αντίστοιχος ασφαλισμένος λαμβάνει σήμερα, με τους συντελεστές του νόμου Κατρούγκαλου, σύνταξη της τάξης των 812 ευρώ τον μήνα. Εφόσον ψηφιστεί ο «νόμος Βρούτση» θα λάβει σύνταξη 886 ευρώ, ήτοι αύξηση της τάξης των 74 ευρώ.

Ασφαλισμένος για 35 χρόνια, με συντάξιμες αποδοχές 1.500 ευρώ, με τους σημερινούς συντελεστές λαμβάνει σύνταξη 891 ευρώ τον μήνα. Εφόσον ισχύσουν οι νέοι συντελεστές, η σύνταξή του θα διαμορφωθεί στα 984 ευρώ τον μήνα, αυξημένη κατά 93 ευρώ. Εάν με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές, ο ασφαλισμένος αντί για 35 έτη παραμείνει στην αγορά εργασίας 40 χρόνια, τότε θα λάβει σύνταξη με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης, της τάξης των 1.137 ευρώ τον μήνα, όταν με το παλαιό σύστημα του νόμου Κατρούγκαλου θα λάμβανε σύνταξη της τάξης των 1.026 ευρώ τον μήνα (δηλαδή αύξηση της τάξης των 111 ευρώ τον μήνα).

Οσο αυξάνονται βέβαια οι συντάξιμες αποδοχές αλλά και τα έτη ασφάλισης, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι αυξήσεις. Ετσι, ασφαλισμένος με συντάξιμες αποδοχές 2.000 και 40 έτη ασφάλισης θα λάβει σύνταξη με βάση τα όσα προβλέπει το ισχύον καθεστώς (που κρίθηκε αντισυνταγματικό από το ΣτΕ) της τάξης των 1.240 ευρώ τον μήνα. Αντίστοιχα, με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές και 35 έτη ασφάλισης, η παροχή μειώνεται στα 1.060 ευρώ, πάντα με το ισχύον καθεστώς.

Με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης που αναμένεται να προβλεφθούν στην προωθούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του υπουργείου Εργασίας, ο συνταξιούχος με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (2.000 ευρώ) θα λάβει για 40 έτη ασφάλισης σύνταξη 1.338 ευρώ τον μήνα, αυξημένη κατά 154 ευρώ. Ακόμη και στην περίπτωση των 35 ετών ασφάλισης, η σύνταξη θα αυξηθεί στα 1.184 ευρώ (αύξηση κατά 124 ευρώ).