Οι τελευταίες μέρες πριν την Άλωση της Πόλης

Επιμέλεια: Ελπίδα Παπαδανιήλ

539

29 Μαΐου 1453: Σαν σήμερα πριν από 568 χρόνια η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε πριν από 568 χρόνια! Η 29η Μαΐου 1453 σημάδεψε τον ελληνισμό και έδωσε το οριστικό τέλος στην βυζαντινή αυτοκρατορία.

« Στις 3 Μαΐου, μια βενετσιάνικη μπρατσέρα με 12 Βενετούς μεταμφιεσμένους σε Τούρκους και με Τούρκικη σημαία στο κατάρτι, ξεγλίστρησε στο Αιγαίο μήπως και διακρίνει τον Βενετσιάνικο στόλο. Θαλασσοδάρθηκαν για τρεις εβδομάδες και όταν κατάφεραν να ξαναγυρίσουν, καταδιωκόμενοι συνεχώς από Τούρκικα πλοία, ανέφεραν στον Κωνσταντίνο ότι δεν είδαν πλοίο πουθενά, αλλά ότι οι ίδιοι (προς τιμήν τους) ήταν αποφασισμένοι να μοιραστούν τη μοίρα της Βασιλεύουσας. Δακρυσμένος ο αυτοκράτορας τους ευχαρίστησε έναν-έναν προσωπικά!

Στις 22 Μαΐου είχε έκλειψη σελήνης και στις 24 Πανσέληνο. Την επομένη περιέφεραν την Παναγία Οδηγήτρια στους δρόμους, αλλά η λιτανεία δεν μπόρεσε να τελειώσει. Η εικόνα έπεσε από τη βάση της και με τρόπο θαυματουργικό έγινε… ασήκωτη, ενώ την ίδια ώρα καταιγίδα και χαλάζι πλημμύριζαν την Πόλη. Το ίδιο βράδυ, ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς σκεπάστηκε από ένα μυστηριώδες κόκκινο σύννεφο, που χανόταν ψηλά στον σκοτεινό ουρανό. Μια εξήγηση υπήρχε… ο Κύριος είχε εγκαταλείψει την πόλη τους.

Οι υπουργοί και ο Γεώργιος Φραντζής παρακάλεσαν τον αυτοκράτορα, όσο ήταν καιρός να φύγει στον Μυστρά, να οργανώσει εκεί μια εξόριστη Βυζαντινή κυβέρνηση και όπως πριν από δύο αιώνες ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, να προσπαθήσει κι αυτός αργότερα να ξαναπάρει την Πόλη. Η εξάντληση του αυτοκράτορα ήταν τόση που στη διάρκεια της συνεδρίασης λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, ήταν πάλι αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα του και προ παντός να μην εγκαταλείψει τον λαό του! Στη πρόταση του σουλτάνου να παραδοθεί, απάντησε: «… Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Στις 26 Μαΐου, ο σουλτάνος και οι υπουργοί του, αποφάσισαν να ετοιμαστούν για την τελική επίθεση, αφού παραμέρισαν τον γηραιό Χαλίλ Πασά, που και τώρα όπως και παλιά έβλεπε αρνητικά τις αποφάσεις του νεαρού σουλτάνου. Μέρα και νύχτα με πυρσούς αναμμένους συνέχιζαν τις πυρετώδεις προετοιμασίες, χωρίς να νοιάζονται αν γίνονται αντιληπτοί από τους Βυζαντινούς. Ίσως μάλιστα να το επιδίωκαν, αφού οι εργασίες συνοδεύονταν από τους ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων, που αυτούς τους ενθάρρυναν, ενώ τους πολιορκημένους τους τσάκιζαν… Αλλά κι αυτοί δούλευαν μέρα νύχτα. Έκτιζαν, κουβαλούσαν πολεμοφόδια, ακόμη και την τελευταία μέρα (την 28η Μαΐου) πριν την επίθεση, που οι Τούρκοι την αφιέρωσαν στην ανάπαυση και την προσευχή. Έλληνες, Γενουάτες και Βενετοί, με άλυτα επί χρόνια προβλήματα, ξαφνικά μόνοιασαν.

Όσο πλησίαζε η ώρα, όλες οι διαφορές ξεχάστηκαν. Ιερείς και λαός έβγαλαν στους δρόμους εικόνες και άγια λείψανα και σε κάποιο σημείο συναντήθηκαν όλες οι λιτανείες και ο Κωνσταντίνος τους μίλησε. Έπρεπε να θυσιαστούν για την πατρίδα, την πίστη, την οικογένεια και τον ηγέτη τους, γιατί ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων και δεν έπρεπε να ντροπιάσουν τους προγόνους τους, έτσι τους είπε και μετά άρχισε να ζητάει συγγνώμη απ’ όλους. Όταν σουρούπωσε, ο κόσμος μαζεύτηκε στην Αγια-Σοφιά για τον εσπερινό. Είχαν να πατήσουν στη μεγάλη εκκλησιά από τότε που έγινε η «ένωση», γιατί την θεωρούσαν μιασμένη από τους Λατίνους. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ακόμη και ο καρδινάλιος Ισίδωρος, που καιρό τώρα τον θεωρούσαν αποστάτη, έψαλε μαζί τους τους παλιούς δικούς τους ύμνους!

Ο Κωνσταντίνος ζήτησε απ’ όλους (από Ορθόδοξους και Λατίνους) άφεση αμαρτιών και κοινώνησε, όπως και όλο το εκκλησίασμα. Μετά πήγε στις Βλαχέρνες να αποχαιρετήσει τους δικούς του και ύστερα με τον πιστό γραμματικό του, τον Φραντζή, επιθεώρησαν τα τείχη. Από την κορυφή ενός πύργου κάθισαν και άκουσαν ό,τι γινόταν στο στρατόπεδο των Τούρκων. Έφυγαν καθένας για το πόστο του και δεν ξαναειδώθηκαν πια! Λίγο πριν το ξημέρωμα άρχισαν τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και οι πολεμικές ιαχές των Οθωμανών, που μπορούσαν ακόμη και νεκρούς ν’ αναστήσουν! Οι καμπάνες των εκκλησιών απελπισμένες απαντούσαν κι αυτές από μέσα… Ο σουλτάνος έστειλε στα τείχη πρώτα τους βασιβουζούκους του, που ήταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης, φοβεροί στις επιθέσεις και το κυριότερο «αναλώσιμοι», προορισμένοι να πέσουν για τη μεγάλη ιδέα! Το οχυρό όμως του Ιουστινιάνη στην κοιλάδα του Λύκου, βαστούσε γερά και

ο σουλτάνος διέταξε υποχώρηση. Το δεύτερο κύμα, καλά εκπαιδευμένα συντάγματα της Ανατολίας, θεοσεβούμενοι που πίστευαν ότι θα κερδίσουν τον Παράδεισο αν έμπαιναν πρώτοι στην Πόλη, γκρέμισαν μεν ένα μεγάλο τμήμα του τείχους αλλά και πάλι δεν τα κατάφεραν, γιατί ο αυτοκράτορας και οι στρατιώτες σκότωσαν πολλούς απ’ αυτούς και απώθησαν τους υπόλοιπους. Τρίτοι στη σειρά, επιτέθηκαν οι Γενίτσαροι, το αγαπημένο σύνταγμα του σουλτάνου.

Λίγο μετά την ανατολή, ένα βέλος βρήκε τον Ιουστινιάνη στο στήθος. Αν και το τραύμα του δεν ήταν αρκετά σοβαρό ζήτησε να τον οδηγήσουν σ’ ένα Γενοβέζικο πλοίο που περίμενε στο λιμάνι. Δυστυχώς δεν υποχώρησε στις παρακλήσεις του Κωνσταντίνου να παραμείνει στο πόστο του, για να μη πέσει το ηθικό των στρατιωτών. Οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν, οι Γενίτσαροι βρίσκονταν κιόλας στο εσωτείχιο και κάποιοι βασιβουζούκοι που περιπολούσαν εκεί κοντά, βρήκαν μια ξεκλείδωτη πόρτα, την Κερκόπορτα, τρύπωσαν μέσα στη σύγχυση και έστησαν πάνω σ’ ένα πύργο το μπαϊράκι τους. Οι Τούρκοι έμπαιναν πια μαζικά, μέσα από τα ρήγματα των τειχών. Ο Κωνσταντίνος μαζί με τον ξάδελφό του Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον φίλο του Ιωάννη Δαλματά και άλλους, συνέχισε να αγωνίζεται κοντά στην πύλη του Ρωμανού (στην κοιλάδα του Λύκου), απ’ όπου πριν λίγο είχαν φυγαδεύσει τον Ιουστινιάνη. Όταν είδε ότι όλα είχαν χαθεί, έβγαλε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και όρμησε μαχόμενος μέσα στους ανώνυμους. Δεν τον ξαναείδε πια κανείς. Ξημέρωνε, τα τείχη ήταν γεμάτα νεκρούς και τραυματίες.

Οι Έλληνες που επέζησαν, έτρεξαν να σώσουν τις οικογένειές τους από τους βιασμούς και τις λεηλασίες. Βενετοί και Γενουάτες έτρεξαν στα πλοία τους και μαζί με λίγες βυζαντινές γαλέρες έβαλαν πλώρη για το Αιγαίο, παίρνοντας όσους περισσότερους πρόσφυγες μπορούσαν. Μια και οι Τούρκοι ναύτες είχαν εγκαταλείψει τα πλοία τους για να προλάβουν το… πλιάτσικο, δεν βρήκαν κανένα εμπόδιο. Οι δρόμοι της Πόλης πλημμύρισαν χριστιανικό αίμα. Σπίτια λεηλατήθηκαν, γυναίκες και παιδιά βιάσθηκαν και ταπεινώθηκαν, εκκλησίες καταστράφηκαν. Οι Βλαχέρνες… άδειο κουφάρι, η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, ζωγραφισμένη από τον Απόστολο Λουκά, κομματιάστηκε και τέλος στην Αγια-Σοφιά, γράφτηκε το τραγικό φινάλε…

Είχε αρχίσει ο όρθρος, όταν ακούστηκαν να πλησιάζουν οι λυσσασμένοι εισβολείς. Οι βαριές ορειχάλκινες πόρτες δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τους Τούρκους να μπουν και ν’ αρχίσουν τη σφαγή. Οι ιερείς έψελναν μέχρι να δεχτούν το χτύπημα, ενώ μερικοί (λέει ο θρύλος) κατάφεραν με σκεύη και δισκοπότηρα να τρυπώσουν μέσα στον νότιο τοίχο του ναού. Εκεί θα μείνουν μέχρι να ξαναγίνει η Πόλη Χριστιανική, για να βγουν και να συνεχίσουν τη λειτουργία από κει που την σταμάτησαν! Ο σουλτάνος με τους ιμάμηδες, τους αγαπημένους του γενίτσαρους και τους υπουργούς του, μπήκε έφιππος στη Μέση Οδό, σούρουπο, όταν είχαν χορτάσει οι στρατιώτες του βία και λεηλασία. Κατευθύνθηκε στην Αγια-Σοφιά. Είχε κιόλας αποφασίσει να την κάνει τζαμί. Ξεπέζεψε έξω από την κεντρική Πύλη. Έριξε λίγο χώμα στο τουρμπάνι του, σαν κίνηση ταπεινοφροσύνης και μπήκε στην αιματοβαμμένη εκκλησία. Ο ιμάμης του έκραξε από τον άμβωνα το όνομα του μεγάλου Αλλάχ κι ο ίδιος γονάτισε και τον ευχαρίστησε για τη μεγάλη νίκη, που του χάρισε.

Καμάρωνε, ήταν μόλις 21 ετών κι είχε πραγματοποιήσει το πιο φιλόδοξο όνειρό του!»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα 1123 χρόνια της Ρωμανίας», της ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΙΝΤΖΟΓΛΟΥ-ΑΜΑΣΛΙΔΟΥ