Ο Αιγύπτιος κροίσος έριχνε στην παγίδα του όποιο κορίτσι τού γυάλιζε και στη συνέχεια είτε με εκβιασμούς είτε με χρηματισμούς φρόντιζε να κρατά τα στόματα κλειστά – Οι αποτρόπαιες πράξεις ήταν σχεδόν κοινό μυστικό για 40 χρόνια, αλλά αποκαλύφθηκαν έναν χρόνο μετά τον θάνατό του
Αποκρουστικό τέρας, σεξουαλικό αρπακτικό, αδίστακτο κτήνος. Οι μαρτυρίες δεκάδων κακοποιημένων γυναικών αποκαλύπτουν σήμερα ότι ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ υπήρξε ένας φρικτός κατά συρροή βιαστής. Μόνο που έπρεπε να περάσει ένας χρόνος από τον θάνατό του για να έρθει στο φως η εφιαλτική του δράση. Επί 40 χρόνια ο διαπλεκόμενος μεγιστάνας συγκάλυπτε το ένοχο μυστικό του και σφράγιζε τα χείλη των θυμάτων του με μηχανορραφίες, εκφοβισμούς και χρηματισμούς.
Ολα βγαίνουν πια στη φόρα. Ο ιδιοκτήτης του πολυτελούς οκταώροφου πολυκαταστήματος «Harrods», του δεύτερου μεγαλύτερου τουριστικού αξιοθέατου του Λονδίνου μετά το Big Ben, είχε εκδηλώσει από νωρίς την αδηφάγο σεξουαλική του επιθετικότητα. Είχε εμφανίσει τις σατραπικές συμπεριφορές του από τότε κιόλας που το 1985 είχε εξαγοράσει με θράσος το εμβληματικό κατάστημα λιανικών πωλήσεων με τη συναίνεση της τότε πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ και τη σύμπνοια των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος. Πράγματι, εκείνα τα χρόνια της περιόδου του laissez-faire στη Βρετανία είχε ανακαινίσει το ξεθωριασμένο, άλλοτε υπερπολυτελές, κτίριο του 19ου αιώνα, το οποίο παρηκμασμένο είχε καταντήσει να πουλάει χαρτί υγείας στον πρώτο του όροφο.
Είχε ρίξει πολλά εκατομμύρια στην αποκατάσταση εγκαθιστώντας το Δωμάτιο της Πολυτέλειας και την Αιγυπτιακή Αίθουσα, με το δικό του πρόσωπο σκαλισμένο στις σφίγγες γύρω από το καλούπι. Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτός ο δισεκατομμυριούχος «ψευτο-φαραώ», όπως τον περιγελούσαν στην Αγγλία, δεν είχε απομακρυνθεί από τις συνήθεις και τα νταραβέρια του παρελθόντος του. Σαν εκείνα στα ξεχασμένα μεσανατολίτικα αισθησιακά φεγγάρια, όταν χάρη στις μυστήριες δοσοληψίες του με έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, τον Μαχντί Αλ Ταχίρ, δεξί χέρι του σεΐχη Ρασίντ του Ντουμπάι, διοργάνωνε φιλήδονα πάρτυ για τους εμίρηδες.
Η παγίδα για τα θύματα
Περιόδευε τακτικά, σαν κυνηγός που αναζητούσε το θήραμά του, στους τεράστιους ορόφους πωλήσεων του καταστήματος και εντόπιζε τις νεαρές γυναίκες που έβρισκε ελκυστικές. Στη συνέχεια οι έμπιστοι κουμανταδόροι του τις προωθούσαν, τάχα προς εργασιακή αναβάθμιση, για να δουλέψουν στα γραφεία της διοίκησης στον τελευταίο όροφο. Στην πραγματικότητα, ωθούσαν τις πιο αφελείς να ξαπλώσουν με τη βία στους καναπέδες του big boss.
Η τιποτένια φάμπρικα της επιθετικής σεξουαλικής κακοποίησης επεκτάθηκε βαθμιαία στο αχανές διαμέρισμά του στον αριθμό 60 της Park Lane, φάτσα στο Hyde Park. Ακολούθως μετακόμισε στο διπλανό κτίριο στον αριθμό 55 της ίδιας οδού, επίσης ιδιοκτησίας του δισεκατομμυριούχου, καθώς και στο παραπλεύρως δικό του πάλι ξενοδοχείο «Dorchester» που συνδεόταν με μια σειρά από μυστικά περάσματα με το προηγούμενο κτίριο. Η ασύδοτη επιθετική σεξουαλική του συμπεριφορά του ανοίχτηκε βαθμιαία και στο εξωτερικό.
Τελούσε βιασμούς ή τους αποπειρόταν σε βάρος 15χρονων έφηβων κοριτσιών και 25χρονων νεαρών γυναικών στο θρυλικό ξενοδοχείο «Ritz» στο Παρίσι, το οποίο είχε αγοράσει με τον αδελφό του Αλί ήδη από το 1979. Επαναλάμβανε τις ελεεινές του πράξεις στη Villa Windsor, επίσης περιουσιακό του στοιχείο στο δάσος της Βουλώνης, άλλοτε οικία του ναζιστικών απόψεων παραιτηθέντος του αγγλικού θρόνου βασιλιά Εδουάρδου Η’ και της Αμερικανίδας συζύγου του Γουάλις Σίμπσον, καθώς και στο σαλέ του στο Γκστάαντ.
Στις χλιδάτες κρεβατοκάμαρες των οποίων μετά τον εξαναγκασμό σε σεξουαλική συνεύρεση φορώντας μεταξωτή ρόμπα ζητούσε από τα θύματά του να τον αποκαλούν «μπαμπάκα». Μόνο στο ιδιόκτητο ιστορικό κάστρο από ροζ πέτρα του 14ου αιώνα Balnagown στα Χάιλαντς της Σκωτίας δεν οδηγούσε τα θύματά του. Δεν ήταν πως του έπεφτε μακριά. Απλώς, τακτικά σε αυτό διέμενε η δεύτερη σύζυγός του, η Φινλανδή κοσμική και πρώην μοντέλο Χέινι Βάτεν και τα τέσσερα παιδιά τους.
Εκβιασμοί
Το ερώτημα, παρ’όλα αυτά, παραμένει. Γιατί ένα δεσποτικός τύπος που συμπεριφερόταν ως ξελιγωμένος σεξουαλικά πασάς δεν καταγγέλθηκε ποτέ δημοσίως; Τα σοκαρισμένα, πληγωμένα, εξουθενωμένα και ψυχολογικά ερείπια νεαρά θύματά του ενδεχομένως σιωπούσαν επειδή ντρέπονταν που δεν αντιστάθηκαν σθεναρά και δεν τον απώθησαν. Ισως επειδή έτρεμαν τον κοινωνικό στιγματισμό μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος που υπέστησαν ή γιατί φοβούνταν ότι κανείς δεν θα τα πίστευε.
Το σίγουρο είναι ότι όταν κάποια θύματα εκ των υστέρων αντέδρασαν οι ενέργειές τους εξουδετερώθηκαν με εκφοβισμούς και χρηματισμούς. Εικάζεται ότι μερικά βολεύτηκαν με μακροχρόνια δωρεάν χρήση κάποιων από τα 50 διαμερίσματα του κτιρίου του στην Park Lane και με δωρεά ενός αυτοκινήτου. Αυτοί που δεν εξαργύρωσαν το ηθικό του πρόσημο με πενιχρές υλικές ανταμοιβές τι έκαναν; Μα, κανείς δεν είδε, δεν άκουσε, δεν ψέλλισε καν κουβέντα για τις κακοποιητικές αυθαιρεσίες του;
Καμία έστω νύξη από το πολυάριθμο υπηρετικό του προσωπικό, τους 40 σωματοφύλακές του, τους αναρίθμητους καθημερινούς θυρωρούς, σοφέρ, κηπουρούς, στενούς επαγγελματικούς συνεργάτες, ελεγκτές των περίτεχνων οθονών ασφαλείας του; Κανένας τους, υποτίθεται, δεν πήρε χαμπάρι τις άθλιες πρακτικές αυτού του αρπακτικού καθάρματος; Αν και στην πλειονότητά τους μοιράζονταν το κοινό μυστικό πως του άρεσε να προσλαμβάνει νεαρές, όμορφες, ξανθές, ελκυστικές Αγγλίδες πωλήτριες, δεν έβρισκαν τίποτε το επιλήψιμο στην επιλογή του. Σύμφωνοι. Παρότι γνώριζαν ότι τον εξερέθιζαν με τα κοντά σορτσάκια τους οι αθλήτριες της γυναικείας ποδοσφαιρικής ομάδας της Φούλαμ, δεν θεωρούσαν κατακριτέο τον θαυμασμό του. Και αυτό αποδεκτό.
Μιλιά δεν έβγαλαν ούτε οι συνδικαλιστές του συνδικάτου εμποροϋπαλλήλων μετά την έρευνα πέντε υποθέσεων διακρίσεων εις βάρος του προσωπικού. Στις οποίες το μεγάλο αφεντικό συμπεριφερόταν στους άνδρες εργαζομένους του σαν ευνούχους και στις γυναίκες σαν παλλακίδες σε χαρέμι. Τελικά το θέμα διευθετήθηκε, άγνωστο με τι ανταλλάγματα. Σε αυτό το ρουτινιάρικο σκηνικό απόκρυψης, παρασιώπησης και υποταγής στο αφεντικό, άπαντες κατάπιναν τον αποτροπιασμό και κακοχώνευαν την ντροπή τους. Περιορίζονταν μόνο κάθε φορά να ψιθυρίζουν «Κρίμα το καημένο το κορίτσι!», όταν αντίκριζαν κάποια αναστατωμένη κοπέλα να κατεβαίνει τρεκλίζοντας από τους πάνω ορόφους κλαίγοντας στις σπειροειδείς επενδυμένες με μπρούτζο αιγυπτιακές σκάλες του δημοφιλούς πολυκαταστήματος.
Και μετά, μούγκα. Αδύναμοι και εξαρτημένοι από τη δύναμη του χρήματος και τις ισχυρές διασυνδέσεις με την εξουσία ενός ανάλγητου παλιανθρώπου, επέστρεφαν αθόρυβα στις δουλειές τους. Ο Μοχάμεντ σκέτο Φαγέντ -αφού πρόσθεσε αυτοβούλως στο επίθετό του το «Αλ» ως διακριτικό πρόθεμα αριστοκρατικής καταγωγής, όπως οι Γάλλοι έχουν το «ντε» και οι Γερμανοί το «φον»- ήταν ένας δίχως βρετανική υπηκοότητα πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας. Κάθε υπόνοια, εικασία, ισχυρισμός ή ενοχοποιητική ένδειξη για την κακοποιητική συμπεριφορά του που έφτανε έως τον Τύπο την αντιμετώπιζε με απειλητικές μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση. Και όπου τα έβρισκε σκούρα, προέβαινε σε διακανονισμούς κάτω από το τραπέζι.
Τη δεκαετία του ’90 μεσουρανούσε ως ένα από τα γνωστότερα δημόσια πρόσωπα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ηταν ο φανταχτερός Αιγύπτιος ιδιοκτήτης του εμβληματικού «Harrods». Κυκλοφορούσε στους δρόμους κάθε φορά με άλλη Ferrari από τον εκτεταμένο στόλο του με τα επώνυμα ιταλικά σπορ αυτοκίνητα. Εμφανιζόταν τακτικά ως καλεσμένος σε τηλεοπτικές συζητήσεις και ψυχαγωγικές εκπομπές. Διοργάνωνε φιλανθρωπικά γκαλά στα οποία πρόσφερε γενναιόδωρα μεγάλα ποσά υπέρ των αναξιοπαθούντων της χώρας. Οι αγαθοεργίες του επαινούνταν με θαυμασμό από τα ΜΜΕ.
Ποιο, άλλωστε, από αυτά θα αγνοούσε τον σημαντικό διαφημιστικό προϋπολογισμό του πολυκαταστήματος; Συναναστρεφόταν ακόμη κοσμικούς και διάσημους της βρετανικής ελίτ τους οποίους φόρτωνε με κομψά δώρα από το κατάστημά του. Δεξιωνόταν μεγαλοπρεπώς μεγαλομπίζνεσμαν, ολιγάρχες και Αραβες πρέσβεις στην αχανή εξοχική του έπαυλη Barrow Green Court στο Σάρεϊ.
Από τη μεριά του, ο βρετανικός Τύπος είχε οικειοθελώς καταπιεί αμάσητο ολόκληρο το παραμύθι που πλάσαρε ο επιφανής επιχειρηματίας. Οτι σώνει και καλά προερχόταν από μια «παλιά προνομιούχα και καθιερωμένη αιγυπτιακή οικογένεια η οποία, προτού την εκδιώξει ο σοσιαλίζων Νάσερ, για περισσότερα από 100 χρόνια αποτελούνταν από πλοιοκτήτες, γαιοκτήμονες και βιομηχάνους στην Αίγυπτο». Πουλούσε το ποίημα ότι ο ίδιος μεγάλωσε με Βρετανίδες νταντάδες, σπούδασε σε αγγλικά σχολεία στην πατρίδα του και παραμένει αθεράπευτος εραστής της Ιστορίας, των παραδόσεων και της ηθικής του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το πλαστό αφήγημά του που κολυμπούσε σε πακτωλό χρημάτων ήταν, με το αζημίωτο, καλοδεχούμενο. Οσο κι αν ήταν ευδιάκριτο ότι βασανιζόταν από σύμπλεγμα κατωτερότητας ώστε να πει την αλήθεια. Να δηλώσει με ειλικρίνεια ότι στην πραγματικότητα ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 ως υπαίθριος μικροπωλητής ανθρακούχων αναψυκτικών. Να παραδεχτεί ευθαρσώς ότι σηκωνόταν αχάραγα στη φτωχογειτονιά Ελ Γκομρόκ, που σημαίνει «Το Τελωνείο», όπου έμενε και διέσχιζε τα σοκάκια της παλιάς πόλης της Αλεξάνδρειας έως την παραλία Κορνίς για να διαθέσει την πραμάτεια του.
Ο Κασόγκι
Ολη η συμπεριφορά του παρέπεμπε σε ένα καλαμοκαβαλημένο ψώνιο. Με παντελή έλλειψη συναισθηματικής ευαισθησίας ή ηθικής πυξίδας. Μόνο με σταθερά την παράλογη βεβαιότητα ενός κατεξοχήν διαπλεκόμενου πως δεν χρωστά πουθενά και σε κανέναν. Αγνοούσε ακόμη ότι τη διέξοδο από τη φτώχεια στην αναγνώριση του τη χάρισε η Σαμίρα Κασόγκι, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε στην Αλεξάνδρεια. Και μαζί απέκτησαν τον γιο τους Ντόντι. Αδελφός της πρώτης συζύγου του ήταν ο Σαουδάραβας, μετέπειτα διαβόητος «βασιλιάς της μίζας» και «άρχοντας του πόλεμου», έμπορος όπλων, Αντνάν Κασόγκι.
Ο τελευταίος πρόσφερε στον κουνιάδο του πρόσβαση σε κύκλους οικονομικής επιρροής στο Λονδίνο και τον δικτύωσε με τα εμιράτα το Αραβικού Κόλπου. Αλλωστε, ο πεθερός του Μοχάμαντ, πατέρας του Αντνάν και της Σαμίρα, ήταν προσωπικός γιατρός του τότε βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Αμπντούλ Αζίζ. Ο τετραπέρατος όσο και χειραγωγικά πατροναριστικός γαμπρός του με τέτοια διασύνδεση φάνταζε σαν να είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό στο τζακ ποτ του Τζόκερ.
Χρηματισμοί
Στην κορύφωση της επιχειρηματικής του καριέρας φιλοξενούσε υπουργούς και βουλευτές των Τόρις σε άνετες σουίτες με θέα στην Πλας Βαντόμ στο Παρίσι, στο ιδιοκτησίας του διάσημο υπερπολυτελές και ιστορικό ξενοδοχείο «Ritz». Εξαιτίας της χρόνιας αναιδούς μενταλιτέ του χοντρού πορτοφολιού του, δωροδοκούσε με μετρητά μερικούς από αυτούς για να κάνουν επερωτήσεις προς όφελος των συμφερόντων του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Οταν το σκάνδαλο ξέσπασε στο Γουέστμινστερ, ο ίδιος ο εκμαυλιστής τους βγήκε δημόσια και παραδέχτηκε ότι τους πλήρωνε αδρά αδιαφορώντας αν τους ζεμάτιζε πολιτικά ή τους οδηγούσε στη φυλακή για διαφθορά.
Δεν είχε κανέναν ενδοιασμό προκειμένου να διαφυλάξει την πάρτη του. Το μόνο που τον συνέπαιρνε με την αέναη υπερφιλοδοξία του ήταν η όλο και μεγαλύτερη αποδοχή στη βρετανική κοινωνία. Επίμονος όσο και επιτήδειος, επιζητούσε να την κατακτήσει με τον άφθονο παρά του. Tο είχε βάλει πεισματικά αμέτι μουχαμέτι να εισχωρήσει στον υψηλόφρονα κύκλο των Αγγλων ευγενών. Διακαώς επεδίωκε τον συγχρωτισμό του με το βρετανικό Στέμμα.
Ασφαλώς και η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ φωτογραφήθηκε μαζί του μετά τη χορηγία του με 14 εκατ. λίρες στην παραδοσιακή επίδειξη αλόγων των βασιλικών στάβλων στο ιδιωτικό πάρκο του Κάστρου Γουίνδσορ, στην οποία η μονάρχης ήταν προστάτις της εκδήλωσης. Ο ίδιος συμμετείχε με το ζόρι και σε ένα δείπνο προς τιμήν της, τίποτε παραπάνω. Μάταια περίμενε να χριστεί ιππότης.
Αρκέστηκε να διαδίδει περήφανα την αποκλειστική παροχή προμηθειών του καταστήματός τους σε μπότες και σέλες ιππασίας, είδη σπιτιού και λευκά είδη στη βρετανική βασιλική οικογένεια. Μέχρι εκεί. Και τέρμα. Η σνομπ μοναρχική καμαρίλα τον κρατούσε σε απόσταση από τα ανάκτορα. Για εκείνη το κοντόχοντρο, φαλακρό αφεντικό του «Harrods» με το καρό σακάκι και τα μποτάκια με τακούνι για να κερδίζει ανάστημα ήταν ένας τριτοκοσμικός απατεώνας. Ο Αγγλικός Θρόνος εξάλλου ήταν απολύτως και με ακρίβεια ενημερωμένος για το πώς απέκτησε το «Harrods», το εμπορικό διαμάντι των αγγλικών λιανικών πωλήσεων.
Το καλοκαίρι του 1984 ο Φαγέντ εμφανιζόταν ως ο οικονομικός σύμβουλος του σουλτάνου του Μπρουνέι, του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου. Πράγματι, ο σουλτάνος Χασανάλ Μπολκιάχ με την αμύθητη περιουσία του είχε αναθέσει να του αγοράσει ένα ειδικά τροποποιημένο τζετ 747. Ενα αεροσκάφος με όλες τις ανέσεις αλλά και προσαρμοσμένους χώρους ώστε ο σουλτάνος να μπορεί να πετάει χωρίς στάση από την πρωτεύουσα Μπαντάρ Σερί Μπεγκαβάν του ασιατικού σουλτανάτου στο Λονδίνο μαζί με τα άλογά του για αγώνες πόλο. Του παρέδωσε γι’ αυτό τον σκοπό οικονομικά πληρεξούσια. Αυτά τα εκχωρημένα έγγραφα έδωσαν στον Φαγέντ νόμιμη πρόσβαση σε τεράστια ποσά από τις κολοσσιαίες καταθέσεις του σουλτάνου, με τους τραπεζίτες να υποκλίνονται μπροστά του.
Μάλλον, εν αγνοία του σουλτάνου, με τα δικά του λεφτά έκανε την προσφορά -που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί- για την απόκτηση του «Harrods». Ενας λόγος παραπάνω για το να τον θεωρεί απατεώνα, διεφθαρμένο, κυνικό και χειριστικό. Ηταν τόσο βαριοί και απαξιωτικοί οι χαρακτηρισμοί του Παλατιού απέναντί του ώστε η περιφρονητική προσφώνησή του ως «πονηρού Ανατολίτη» να μοιάζει με φιλοφρόνηση. Αναπόδραστα, οι επανειλημμένες αιτήσεις του για απόκτηση βρετανικής υπηκοότητας απορρίφθηκαν συλλήβδην. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών γνώριζαν ότι είχε εισέλθει στη χώρα το 1974 με αϊτινό διαβατήριο.
Είχε προηγηθεί η ολιγόμηνη εγκατάστασή του στο νησί της Καραϊβικής με κουβετιανό διαβατήριο που τον ανέφερε ως σεΐχη Φαγέντ! Στην Αϊτή νταραβερίστηκε με τον παχύδερμο, κτηνώδη και διεφθαρμένο δικτάτορα Μπεμπέ Ντοκ Ντιβαλιέ, με τον οποίο ανταγωνίστηκαν πώς θα ρίξει οικονομικά ο ένας τον άλλον. Την κοπάνησε άρον άρον από το Πορτ ο Πρενς αφήνοντας πίσω του ευμεγέθη φέσια, αλλά είχε τουλάχιστον καβατζάρει το αϊτινό διαβατήριο.
Η Νταϊάνα και ο Ντόντι
Εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ στα τέλη Ιουνίου του 1997 παρέθετε πριβέ δείπνο στην πριγκίπισσα Νταϊάνα στο σικ εστιατόριο του ξενοδοχείου «Churchill», στην πλατεία Πόρτμαν, στο κομψό Μέριλμπον του Κεντρικού Λονδίνου. Ο Φαγέντ ήταν παλιός φίλος του πατέρα της Τζον Σπένσερ και της θετής μητέρας της Ρέιν. Ηταν η εποχή που η αποσυντονισμένη πριγκίπισσα βίωνε υπαρξιακό και συναισθηματικό αδιέξοδο. Το διαζύγιό της από τον πρίγκιπα Κάρολο είχε οριστικοποιηθεί από τον περασμένο Αύγουστο του 1996 και οι εξισώσεις που προσδοκούσε δεν της έβγαιναν.
Ο καπάτσος επιχειρηματίας πόνταρε σε αυτήν, παρότι δεν βρισκόταν στα πάνω της, ούτε είχε επαρκή επιρροή στη βασιλική αυλή. Ηταν όμως η μητέρα των εγγονών της βασίλισσας και των γιων του διαδόχου για τον αγγλικό θρόνο. Δεν ήθελε πολύ ο ατσίδας Αιγύπτιος για να εκμεταλλευτεί τις τρέχουσες περιστάσεις με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο.
«Μα, τι λέτε, υψηλοτάτη; Δεν θα πάτε φέτος διακοπές;» αναρωτήθηκε τάχα έκπληκτος αφού άκουσε τις εκμυστηρεύσεις της. «Πάρτε τα αγόρια, επιβιβαστείτε στο γιοτ μου και θα έχετε το δικό σας σπίτι δίπλα στη θάλασσα με πισίνα στη Νότια Γαλλία», της πρότεινε με γαλαντόμα μεγαθυμία. Ο χειραγωγός της ταπείνωσης των άλλων για δικό του όφελος είχε χτυπήσει διάνα. Στην απόγνωση και τη μοναξιά της η 36χρονη Νταϊάνα, παρά τον ολιγόλεπτο ευγενικό δισταγμό της σε στυλ «τραβάτε με κι ας κλαίω», δέχτηκε ανεπιφύλακτα.
Στα μέσα Ιουλίου η ίδια αρμένιζε μαζί με τους γιους της Γουίλιαμ και Χάρι στη Μεσόγειο, έξω από το λιμάνι του Σεν Τροπέ, πάνω στα ντεκ της 65μετρης θαλαμηγού «Jonikal» του επιχειρηματία. Εκεί κατέφτασε και ο Ντόντι. Ο 42χρονος γιος του με κληροδότημα 100.000 λιρών τον μήνα, εκ των παραγωγών της οσκαρικής ταινίας «Οι Δρόμοι της Φωτιάς», ευθυτενής, όμορφος, με αέρα playboy, παράτησε σύξυλη στο Παρίσι την αρραβωνιαστικιά του, την Αμερικανίδα μοντέλο μόδας Κέλι Φίσερ, και έσπευσε στο κότερο του μπαμπά του.
Το ειδύλλιο με τη συνεπιβάτισσά του πριγκίπισσα ήταν θέμα χρόνου. Οπως και έγινε. Ανεξάρτητα από το αν ο πατέρας Φαγέντ ήταν ο σεναριογράφος αυτού του ρομάντζου και οι δύο πρωταγωνιστές ή μαριονέτες της πλοκής του, η ιστορία του Ντόντι και της Νταϊάνας έληξε άδοξα και οδυνηρά, μόλις έναν μήνα αργότερα, με τον ολέθριο θάνατό τους στο μοιραίο τροχαίο δυστύχημα της 31ης Αυγούστου εκείνης της χρονιάς στο Παρίσι.
Τα επόμενα χρόνια βουτηγμένος στον πόνο, στη θλίψη, στη στενοχώρια, ο Μοχάμεντ Φαγέντ επέμενε φανατικά ότι ο θάνατος της Νταϊάνας και του γιου του ήταν δολοφονία οργανωμένη από το Παλάτι και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο ισχυρισμός του που άγγιζε τα όρια της συνωμοσίας απορρίφθηκε από Γάλλους και Βρετανούς ερευνητές, από τους ιατροδικαστές του θανατηφόρου περιστατικού, καθώς και από ένα ανακριτικό δικαστήριο. Συνέχισε ωστόσο να κατηγορεί το ταξικά μεροληπτικό, εκδικητικό και μνησίκακο αγγλικό κατεστημένο. Χρηματοδότησε το 2011 και ένα ατεκμηρίωτο ντοκιμαντέρ με το τίτλο «Παράνομη δολοφονία» προς επίρρωσιν όσων με άκριτη πίστη και τυφλό πάθος διατεινόταν.
Οι πικραμένες αιτιάσεις του υπό το βάρος της συντριπτικής του απώλειας ως γονιού συγκίνησαν την ευρύτερη κοινή γνώμη, η οποία δεν θα τον υποστήριζε αν γνώριζε ότι ήταν υπαίτιος αλλεπάλληλων βιασμών. Είχε ήδη έναν χρόνο πριν, ύστερα από μήνες άρνησης, πουλήσει το 2010 το «Harrods» στο κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ για 1,5 δισ. λίρες. Σχεδόν το ήμισυ της τιμής εξαγοράς χρησιμοποιήθηκε για την εκκαθάριση των χρεών της εταιρείας. Πούλησε και τη Φούλαμ το 2013.
Περπατούσε πλέον στα 85 του χρόνια, αλλά, αμετανόητος εξακολουθούσε, σύμφωνα με μαρτυρίες, να διαπράττει βιασμούς. Πέθανε πέρυσι, τέλος Αυγούστου, σε βαθιά γεράματα, σε ηλικία 94 ετών. Θάφτηκε πλάι στον τάφο του γιου του Ντόντι στο οικογενειακό κτήμα του Σάρεϊ. Αφησε πίσω του μια περιουσία γύρω στο 1,3 δισ. λίρες. Μα πιο πολύ ενστάλαξε κακοποίηση και φόβο στα θύματα των βιασμών του.
Κατηγορούμενος μετά θάνατον
Και τώρα, τι γίνεται με τον τεράστιο αριθμό των καταγγελιών για σεξουαλική επίθεση και βιασμό; Η μνήμη του έχει έτσι κι αλλιώς αμαυρωθεί. Ο θάνατός του σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη ως νεκρός. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν 37 φερόμενα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης -ενώ άλλες 150 γυναίκες έχουν προσφύγει σε αυτούς για τα ίδια κακουργήματα εις βάρος τους από τον Φαγέντ- εξετάζουν το ενδεχόμενο αστικής αξίωσης κατά του «Harrods».
Διότι εκεί κυρίως εγκληματούσε ο γλοιώδης μεγιστάνας πίσω από ερμητικά διπλοκλειδωμένες πόρτες, υπό την ανοχή ή και τη βοήθεια των διευθυντών του πολυκαταστήματος. Θα ήταν μια μικρή δικαίωση για τα ανυπεράσπιστα έως χθες θύματά του να αποσπάσουν ένα μέρος του τεράστιου μπεζαχτά που κληροδότησε στους απογόνους του. Οπως και να έχει, ό,τι και να συμβεί στην ανάξια περίπτωσή του, το βέβαιο είναι ότι η ματαιόδοξη υστεροφημία δεν αγοράζεται ποτέ με χρήμα. Η αφάνειά του στις δέλτους της επιχειρηματικότητας θα είναι παντοτινή.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal images, AFP / Visual HELLAS