Επικρατεί μια σύγχρονη μόδα :   «Ο θάνατος» 

507

του Χρήστου Ράντου 

Πως να σε αποκαλέσω ; 

Άνθρωπο, ζώο, ένα τίποτα, εγκέφαλο που εξελίσσεται αλλά εξευτελίζεται ; Πες μου πως να σε αποκαλέσω ; Ένα λάθος, ένα θαύμα για σένα αλλά μια καταστροφή για τα πάντα γύρω σου; Τι όνομα σου αρμόζει άραγε παμφάγε καταστροφέα ; Βιάζεις σώματα, λεπτά, χοντρά,  αδύνατα κοκαλιάρικα, δεν σε νοιάζει το φύλο ούτε η ηλικία, μικρά, μεγάλα, αγόρια, κορίτσια, γυναίκες, άντρες, ζώα. Μόνο και μόνο για να γεμίσεις ευχαρίστηση το άδειο  σου κεφάλι. Και δεν είσαι λάθος πιστεύεις πως για όλα έχεις δίκαιο, πως για όλα φταίνε οι άλλοι, εσύ όμως προσπαθείς και έχεις άποψη. Επικρατεί μια σύγχρονη μόδα και ονομάζεται θάνατος. Τον βλέπεις πρωί, το μεσημέρι με ντάλα ήλιο, το απόγευμα και το βράδυ είναι πολύ μπανάλ. Ο θάνατος κυκλοφορεί στους δρόμους.  Και εμείς μένουμε από πάνω του να τον κοιτάμε. Έχουμε τα «social media» να ζωγραφίζουμε τους νεκρούς και να τους κάνουμε ήρωες για 24 ώρες για να ανεβάσουμε τα like μας. Η επανάσταση είναι ένα story στο Instagram καθήμενοι στον καναπέ φωνάζοντας από το άλλο δωμάτιο την άρρωστη μάνα να μας φέρει ένα ποτήρι νερό γιατί ο κ…ος μας σφήνωσε και που να σηκώνεσαι τώρα.  « Και καθώς έρχεσαι δεν φέρνεις και κάτι να φάω ρε μάνα»

Το κακό σε όλα αυτά είναι πως συνηθίσαμε και μας φαίνονται όλα φυσιολογικά. Το παράλογο λογικεύτηκε και μας κοιτάει με απορία.  Κάνει τα πάντα για να μας υπενθυμίσει πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Η ελπίδα έρχεται με ένα χαμόγελο, με ένα ναι, με ένα καινούργιο όχι, με ένα σήκωμα από τον καναπέ, με μια αγκαλιά στην μάνα σου και να της πας πρώτη φορά εσύ νερό. Κοιτάζοντας στα μάτια τους ανθρώπους και δείχνοντας τους πως είστε ίδιοι, κανείς δεν έχει τίποτα παραπάνω από τον άλλον. Αίμα, δέρμα και ψυχή. Όλα τα αλλά είναι αξεσουάρ και μπιχλιμπίδια το βράδυ κοιμόμαστε γυμνοί.

Ας γίνουμε κάτι που δεν είμαστε για να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε.