Δολοφονία στην Αγία Βαρβάρα: Οικονομικά και περιουσιακά ζήτηματα «όπλισαν» το χέρι του 75χρονου

375

agia-varvara34

Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε σήμερα στον εισαγγελέα και στον ανακριτή ρίχνοντας τις ευθύνες για την πράξη του στη συμπεριφορά του θύματος απέναντί του

Oι οικονομικές διαφορές ήταν η αιτία της δολοφονίας της 64χρονης Ελένης από το σύζυγό της, χθες το πρωί στην Αγία Βαρβάρα. Ο 75χρονος, ο οποίος παραδόθηκε το απόγευμα της Παρασκευής στην αστυνομία που τον αναζητούσε, εμφανίστηκε σήμερα στον εισαγγελέα και στον ανακριτή ρίχνοντας τις ευθύνες για την πράξη του στη συμπεριφορά του θύματος απέναντί του. Η ανασφάλιστη εργασία, οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και η αποκοπή των σχέσεών του με τα παιδιά και τα εγγόνια του εξαιτίας της συμπεριφοράς της συζύγου του, όπλισαν το χέρι του. Τα παραπάνω τα οποία είπε στους λειτουργούς της δικαιοσύνης σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την αποτρόπαια πράξη του.

Όπως φέρεται να έχει πει , το γεγονός ότι δεν θα έπαιρνε σύνταξη, η απαξιωτική συμπεριφορά της συζύγου του προς εκείνον ήταν κάτι που του βασάνιζε το μυαλό για πάρα πολύ καιρό δημιουργώντας του άσχημες σκέψεις για τη σύζυγό του. Οι διαφορές που είχε το πρώην ζευγάρι μεταξύ του είχαν να κάνουν με την περιουσία και συγκεκριμένα για το ποιος θα έπαιρνε το ένα από τα τρία διαμερίσματα της τριώροφης πολυκατοικίας.

Την ώρα που ο πατέρας τους κρατείται στην αστυνομία μέχρι την Τρίτη το πρωί που θα απολογηθεί , οι δύο κόρες του ζευγαριού δεν μπορούν ακόμα να πιστέψουν πως ο ίδιος τους ο πατέρας σκότωσε τη μητέρα τους . Από τη μία έχουν να προετοιμάσουν την κηδεία της μητέρας τους και από την άλλη βασανίζονται για το αν θα πρέπει να συμπαρασταθούν στον πατέρα τους. Σοκαρισμένα είναι και τα εγγόνια τα οποία θα πρέπει πλέον να μάθουν να ζουν χωρίς την πολυαγαπημένη τους γαιγιά αφού όπως λένε οι γείτονες στην Αγία Βαρβάρα, η 64χρονη Ελένη αγαπούσε πάρα πολύ τα εγγόνια της.

«Όταν με είδε, μου μίλησε απαξιωτικά» φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ο 75χρονος.

«Της ζήτησα τα κοσμήματα της οικογένειάς μου και μου είπε “χέστηκα ρε μαλ…”. Την πυροβόλησα και έφυγα. Πήγα προς το Δαφνί και εκεί έμεινα για ώρες. Είμαι 75 ετών, με είχε ανασφαλιστο πολλά χρόνια και δεν είχα σύνταξη. Το όπλο είναι παλιό και το είχα βρει σε μια μετακόμιση που είχα βοηθήσει έναν φίλο μου. Αυτό που περνούσα σε επίπεδο απαξίωσης όλα αυτά τα χρόνια, δεν περιγράφεται. Με είχε αποκλείσει οικονομικά από τα πάντα. Με είχε αποκόψει από τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Την περίμενα να γυρίσει στο σπίτι. Εδώ και καιρό τριγυρνούσε στο μυαλό μου αυτή η σκέψη. Όταν με είδε, μου μίλησε απαξιωτικά. Το όπλο είναι παλιό και το είχα βρει σε μια μετακόμιση που είχα βοηθήσει έναν φίλο μου».