Αντιφάσεις και αποφάσεις – σφήνα για την Κεραμέως από το ΣτΕ

469

Δύο ξεχωριστές αποφάσεις του ΣτΕ, αντιφατικές μεταξύ τους. Δύο αποφάσεις με τις οποίες το υπουργείο Παιδείας καλείται να συμμορφωθεί. Η μεν πρώτη αφορά τη σύνταξη νέων προγραμμάτων σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, με άξονα την «ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης», και η δεύτερη αφορά την αποστολή του ίδιου του υπουργείου αναφορικά με «την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης». Πώς, άραγε, το υπουργείο θα μπορέσει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα;

 

Η Επιστημονική Επιτροπή του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, παράλληλα με την προετοιμασία των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, θα ανακοινωθούν από την υπουργό Νίκη Κεραμέως μέχρι το τέλος του μήνα, θα συμπεριλάβει στην εισήγησή της τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών και τη συμμόρφωση του περιεχομένου του μαθήματος με τις αποφάσεις του ΣτΕ, ενώ θα προβλέπει και διαδικασίες απαλλαγής από το μάθημα, λαμβάνοντας υπόψη σχετικές δικαστικές αποφάσεις.

Η Επιτροπή θα έχει ως βάση της την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, του περασμένου Σεπτεμβρίου, το οποίο με πρόεδρο τον Αθανάσιο Ράντο ακύρωσε ως αντισυνταγματικές τις υπουργικές αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου σχετικά με το Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, κρίνοντας ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι τα μεν προγράμματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του Λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή.

Η υπουργός Παιδείας, τότε, είχε δηλώσει ότι θα επανεξετάσει το κανονιστικό πλαίσιο, προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος, ούτως ώστε να διασφαλιστεί «η συμβατότητα των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές» («Ενα βήμα εμπρός, δύο πίσω», «Εφ.Συν.», 21.09.2019).

Η χθεσινή απόφαση

?ô? cLW?¡?SSML?`?ý Q?O??? ????????A ??. ???S E`? ??? ???U????–?U???ýU//EUROKINISSI

Ωστόσο ακολούθησε, υπό την προεδρία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, δεύτερη απόφαση του ΣτΕ (καθαρογράφηκε χθες), που απορρίπτει την προσφυγή της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ζητούσε την ακύρωση του Π.Δ. 18/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων» (Α’ 31) στο σημείο που το Προεδρικό Διάταγμα προβλέπει ως ένα από τα πεδία της αποστολής του υπουργείου Παιδείας την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης.

Το ΣτΕ γνωμοδότησε ότι η επίμαχη διάταξη του Π.Δ. δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 2 του Συντάγματος, συνάγεται ότι « […] η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως η τελευταία νοηματοδοτείται και από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13, με την οποία καθιερώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της». Αυτή η απόφαση του ΣτΕ πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω, γνωμοδοτώντας ότι η εν λόγω διάταξη αποδίδει με τον καλύτερο και πληρέστερο τρόπο τα επίμαχα άρθρα του Συντάγματος. Επομένως, η εισήγηση του ΙΕΠ προφανέστατα θα προσκρούει στο σκεπτικό της απόφασης του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.

Από την άλλη, η εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο σκέλος της απαλλαγής από το μάθημα θα βασιστεί σε σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έκρινε ότι τα σχολεία δεν έχουν δικαίωμα να ζητούν από τους μαθητές να δηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις (εγκύκλιος Λοβέρδου), καθώς αυτό συνιστά παραβίαση του Αρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 1 (Δικαίωμα στην Εκπαίδευση) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 9 (Ελευθερία Σκέψης, Συνείδησης και Θρησκείας).

Συμπληρωματικά, σε αυτό το τελευταίο, τα νέα από τις Βρυξέλλες φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τις κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Συγκεκριμένα, κατόπιν σχετικής ερώτησης του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιου Κούλογλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδίκασε εμμέσως τις πολιτικές που ακολουθούνται αναφορικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Η ερώτηση Κούλογλου
Ο Στ. Κούλογλου, με ερώτηση που απηύθυνε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφέρθηκε στην πρώτη απόφαση του ΣτΕ, σχολιάζοντας ότι «η απόφαση αυτή, που αντίκειται στο ελληνικό Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί διάκριση σε βάρος των μαθητών που ακολουθούν άλλα θρησκευτικά δόγματα και για τους οποίους δεν διασφαλίζεται η εκμάθηση των Θρησκευτικών. Παραβιάζει, επίσης, τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών που θα πρέπει να δηλώνουν το θρησκευτικό τους δόγμα» και ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξηγήσει τι μέτρα σκοπεύει να λάβει προκειμένου να υποστηρίξει τη θρησκευτική ελευθερία και να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα των Ελλήνων μαθητών.

Απάντηση της επιτρόπου
Η επίτροπος για τα θέματα της Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, Μαρίγια Γκάμπριελ, απάντησε εξ ονόματος της Επιτροπής ότι «η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης», όπως και τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών, επισημαίνοντας ότι τα δεδομένα που αποκαλύπτουν θρησκευτικές πεποιθήσεις ανήκουν σε ειδική κατηγορία δεδομένων, η επεξεργασία των οποίων καταρχήν απαγορεύεται, και ότι τα κράτη – μέλη οφείλουν να τηρούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στον Χάρτη, υπενθυμίζοντας στην ελληνική κυβέρνηση ότι πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων (28/2019) για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στο μηχανογραφικό σύστημα myschool, η οποία έκρινε ότι κάτι τέτοιο παραβιάζει την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Αμετάκλητη ευρωπαϊκή καταδίκη για την Ελλάδα
Την ίδια στιγμή, αμετάκλητη κατέστη τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου 2020 η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να καταδικάσει τη χώρα για παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση υπό το φως του δικαιώματος στην ελευθερία της συνείδησης, της σκέψης και της θρησκείας, λόγω του ότι η Ελλάδα επέβαλε σε γονείς να γνωστοποιήσουν ότι τα παιδιά τους δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι ως προϋπόθεση για να λάβουν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών.

Τα παραπάνω γνωστοποίησε το ΕΔΔΑ, τονίζοντας ότι η χώρα δεν υπέβαλε αίτηση για επανεξέταση της επίμαχης απόφασης «Παπαγεωργίου κ.α. κατά Ελλάδας», η οποία εκδόθηκε από το πρώτο τμήμα του. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση μη εφαρμογής της απόφασης, η εκτέλεσή της θα εξεταστεί από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

«Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα, παρόλο που δεν προσέβαλε την απόφαση του ΕΔΔΑ, δεν έχει κάνει τίποτε για να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της, με αποτέλεσμα μαθητές να έχουν προσφύγει ήδη στη Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ήδη ανέστειλε την άρνηση χορήγησης απαλλαγής σε μαθητή από το 1ο ΓΕΛ Γέρακα, ενώ προσφυγή για μη συμμόρφωση του υπουργείου Παιδείας έχει ήδη ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από τον Δεκέμβριο του 2019, χωρίς το ανώτατο δικαστήριο να έχει πράξει μέχρι σήμερα απολύτως τίποτε σχετικά με αυτή την εκκρεμοδικία», αναφέρει η ανακοίνωση της Ενωσης Αθέων.

Δήλωση Φίλη για την απόφαση του ΣτΕ

Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει την ανάγκη η αρμοδιότητα για τα θρησκεύματα να μεταφερθεί σε άλλο υπουργείο, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Για τη μεταφορά αυτή χρειάζεται μόνο πολιτική βούληση. Ας ελπίσουμε ότι η νέα θετική νομολογία του ΣτΕ, με την οποία διαχωρίζεται η θρησκευτική αγωγή από το υπουργείο Παιδείας, θα σταθεροποιηθεί προς όφελος των δημοκρατικών δικαιωμάτων στη χώρα μας. Πάντοτε, ωστόσο, ενεδρεύουν τα παραδικαστικά – παραθρησκευτικά κυκλώματα στον χώρο της δικαιοσύνης, σε μια περίοδο μάλιστα που οι συντηρητικοί άνεμοι απειλούν δικαιώματα στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, προβάλλοντας ψευδεπίγραφα θέματα «ταυτότητας».